«Τώρα είμαστε στη φάση όπου αρχίζει και συνειδητοποιεί και η μεσαία τάξη ότι έχει εξαπατηθεί, αλλά όπως ο εξαπατημένος σύζυγος όταν το μαθαίνει δεν θέλει να το πιστέψει, δίνει πίστωση χρόνου», δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην τηλεόραση του ΑΝΤ1, στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω» σε μια συνέντευξη για την προσωπική και πολιτική διαδρομή του, από τα παιδικά του χρόνια, την οικογένεια του, τη συμμετοχή του στην πολιτική μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης, το δημοψήφισμα, τη σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και ζητήματα πολιτικής επικαιρότητας.
Ανέφερε ότι όντως είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεννόηση για τα κρίσιμα θέματα και πως η στάση που έχει κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση σε αυτά «είναι η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με τη στάση που κράτησαν ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ σε αυτά τα θέματα». «Αν η ΝΔ σήμερα αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, έχει να κάνει με τον τρόπο που ασκούσαν αντιπολίτευση, για τις Πρέσπες, για το μεταναστευτικό». Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «δεν μπορεί να πατά σε δύο βάρκες σε τόσο κρίσιμα ζητήματα». «Να δίνουμε συναίνεση και συνεννόηση να υπάρχει εκεί που υπάρχει και ένα πεδίο, αυτό δεν σημαίνει ότι όταν βλέπουμε φάουλ δεν θα μιλάμε. Τι συναίνεση να δώσω στην αφωνία των 72 δευτερολέπτων στον Λευκό Οίκο ή στην απουσία της Ελλάδας από την Διάσκεψη του Βερολίνου», είπε.
Εξηγώντας γιατί ζήτησε από την κυβέρνηση να «παγώσει» η αμυντική συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είπε πως «είναι εξαιρετικά κρίσιμο ακόμα και με τους συμμάχους να μη μας θεωρούν δεδομένους και προβλέψιμους και να δίνουν ανταλλάγματα ουσιαστικής στήριξης όταν παίρνουν πράγματα που ζητούν από τη χώρα». Σημείωσε ότι ζήτησε από τον πρωθυπουργό να «παγώσει» την υπογραφή της «μέχρι ότου ένας από τους ισχυρότερους συμμάχους μας θέσει με σαφήνεια τον τρόπο που θα υπερασπιστεί τον σύμμαχό του σε περίπτωση που η προκλητικότητα της Τουρκίας ξεπεράσει τα όρια».
Κριτική άσκησε και για το μεταναστευτικό, λέγοντας πως όταν παρέδωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη Μόρια ήταν 5.000 άνθρωποι και τώρα 25.000, διερωτώμενος πώς ήταν δυνατό να καταργήσει η κυβέρνηση το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Για την Συμφωνία των Πρεσπών τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «η απόφαση αυτή που όντως συγκέντρωσε πάρα πολλά βέλη θα κριθεί στην ολότητα της, στο πέρασμα των χρόνων, από την ίδια την ιστορία και όσο περνά ο καιρός και αποφορτίζεται η ένταση εκείνων των ημερών, τόσο φαίνεται ότι είχα δίκιο».
Ο κ. Τσίπρας μίλησε εκτενώς και για την περίοδο του δημοψηφίσματος και τον «αναγκαστικό συμβιβασμό», που «μας προσγείωσε σε μια πραγματικότητα δύσκολη αλλά όχι αδιέξοδη, γιατί βγήκαμε από την κρίση, τελειώσαμε τα μνημόνια». Χαρακτήρισε «μεγάλο σφάλμα των Ευρωπαίων ότι μας έδιναν μια προοπτική πολιτικής αυτοχειρίας: μια συμφωνία με πολύ βαριά μέτρα χωρίς χρήματα». Ανέφερε πως όταν αυτό το εξήγησε στην κ. Μέρκελ, στην τελευταία επίσκεψη της στην Ελλάδα, του είπε ότι εκείνη δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει τότε γιατί όταν στην Ελλάδα μιλούσαν για μνημόνιο αυτό σήμαινε κάτι καταστροφικό, ενώ όταν μίλαγαν στη Ευρώπη για μνημόνιο σήμαινε κάτι αρνητικό για τους ίδιους γιατί θα έδιναν χρήματα.
Πρόσθεσε πως το αποτέλεσμα θα κριθεί από την ιστορία και πως η συμφωνία που κατέληξε ήταν «η δυνατότητα να φτάσουμε στο τέλος με ένα πρόγραμμα με δυσκολίες μεν αλλά με 20 δισ. λιγότερα βάρη από αυτά που πρότειναν χωρίς χρηματοδότηση πριν από το δημοψήφισμα». Είπε πως η έξοδος από το ευρώ δεν ήταν ούτε στόχος, ούτε σχέδιο, ούτε στρατηγική.
Μιλώντας σε προσωπικό τόνο για το πώς κατέληξε στην απόφαση για δημοψήφισμα, ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι την πήρε το βράδυ προς το ξημέρωμα της 26η Ιουνίου -ημέρα των γενεθλίων του γιου του, Ορφέα -, όταν συνειδητοποίησε εκείνο το βράδυ, μετά από μια πολύωρη διαπραγμάτευση, ότι είχαν επικρατήσει «οι ακραίοι» της άλλης πλευράς και το μόνο που έδιναν ήταν «μια εξευτελιστική προοπτική». «Δεν κοιμήθηκα το βράδυ, την πήρα την απόφαση το πρωί», είπε, προσθέτοντας ότι έγινε κυβερνητική σύσκεψη στις Βρυξέλλες και επέστρεψαν το βράδυ στην Αθήνα για να συνεδριάσει το υπουργικό συμβούλιο. Ανέφερε ότι είχε ξεκινήσει η συνεδρίαση, δεν υπήρχαν κινητά μέσα στην αίθουσα και η σύντροφός του, Μπέττυ, είχε έρθει στο Μαξίμου, χτύπησε την πόρτα στην αίθουσα της συνεδρίασης και απευθυνόμενη στον ίδιο σχημάτισε τον αριθμό τρία με τα δάκτυλα της, εννοώντας ότι ήταν τα τρίτα γενέθλια του παιδιού τους. «Το συνειδητοποίησα μετά όταν είχε αφήσει πάνω στο γραφείο μου τρία κεράκια. Μετά συνειδητοποίησα ότι όταν βρίσκεται κανείς στην πιο δύσκολη στιγμή της ευθύνης πρέπει να βάζει ως προτεραιότητα και το προσωπικό στοιχείο», είπε ο κ. Τσίπρας.
Ερωτηθείς αν εξακολουθεί να συμπαθεί τις σχολικές καταλήψεις, είπε ότι η κατάληψη είναι ένα μέσο πάλης και αγώνα, ότι σημασία έχει ποιο είναι το αίτημα, ο σκοπός και η διαδικασία, «διότι καταλήψεις τώρα γίνονται και από ακροδεξιές ομάδες που πείθουν τους μαθητές να κάνουν καταλήψεις για το Μακεδονικό».
Ο κ. Τσίπρας μίλησε εκτενώς για τη σύντροφο του, Μπέττυ Μπαζιάνα, αναφέρθηκε στη γνωριμία τους πριν από 29 χρόνια στο Λύκειο και την περιέγραψε ως έναν δυνατό άνθρωπο, για να σημειώσει ότι πέρα απ’ την αγάπη υπάρχει και μια αμοιβαία εκτίμηση και θαυμασμός, ότι συζητούν πολύ, ότι δεν θέλει να του επιβληθεί όμως παράλληλα είναι αυστηρός κριτής και πως αυτό τον βοηθάει, δημιουργώντας του καλύτερα φίλτρα.
Στο ερώτημα πώς κατάφερε να είναι φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο παρότι ήταν ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που ορκίστηκε με πολιτικό όρκο και δεν έχει κάνει ούτε θρησκευτικό ούτε πολιτικό γάμο, είπε μεταξύ άλλων ότι πιστεύει στη δύναμη που έχει η πίστη των ανθρώπων και ότι σέβεται και τη θρησκεία και τους θρησκευόμενους και την Εκκλησία και την ορθοδοξία. «Πρέπει να σας ξαφνιάζει ότι κάποιοι που δείχνουν ότι είναι καλοί χριστιανοί και από πίσω κάνουν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ορίζει η θρησκεία», σχολίασε. Σημείωσε ότι η σχέση του με τον Αρχιεπίσκοπο «είναι αληθινή και τον εκτιμά πάρα πολύ» και πως «έχει κι εκείνος θετικά αισθήματα για εμένα, που βασίζονται στην ειλικρίνεια και στην κοινή αντίληψη ότι οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους πρέπει να προχωρήσουν σε ριζοσπαστκές μεταρρυθμίσεις μέσα απ’ τον διάλογο».