Συγχαρητήρια σε όλους τους μουσικούς για την όμορφη βραδιά και στον πρόεδρο του Πείρου Δημήτρη Μπαρμπούνη για την συνεχή πολιτιστική προσφορά στον τόπο μας.
Η βραδιά ήταν αφιερωμένη στον σπουδαίο συνθέτη και ερμηνευτή Γιώργο Μητσάκη (Κωνσταντινούπολη, 1921 – Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1993) που συνέγραψε πάνω από 1500 λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.
Ήρθε με την οικογένεια του στην Καβάλα το 1935 και αργότερα έμειναν σε ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Ο Μητσάκης πρωτοέρχεται σε επαφή με τη λαϊκή μουσική στη Μαγνησία στο Βόλο αλλά σύντομα θα αναζητήσει την τύχη του στη Θεσσαλονίκη. Γνωρίζεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο και καταλήγει στον Πειραιά, την πόλη που θα αγαπήσει, το 1939 απ’ όπου ξεκίνησε την μεγάλη πορεία του στο τραγούδι. Το 1941, μέσα στην Κατοχή, γράφει τα πρώτα του τραγούδια, «Το φτωχό κομπολογάκι μου» και «Όταν καπνίζει ο λουλάς», που βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά. Από το 1947 έως το 1949 εμφανίζεται με τον Μανώλη Χιώτη στο κοσμικό στέκι «Πιγκάλ» της οδού Πατησίων, μια συνεργασία που άφησε εποχή. αξίζει να αναφερθούν τα: «Απόψε είναι βαριά», «Θλιμμένο δειλινό», «Είναι όλα μαύρα», «Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά», «Όπου Γιώργος και μάλαμα», «Καυγαδάκι», «Πάρε το δαχτυλίδι μου», «Πού ‘σαι καημένε Περικλή», «Στον Πειραιά συννέφιασε», «Μπαρμπα-Θωμάς», «Στης Λαρίσης το ποτάμι» και «Συννεφιές». «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Το καπηλειό», «Ο Ναύτης», «Ο Ψαράς», «Το Φανταράκι», «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι», «Βαλεντίνα», «Όσο βαριά είναι τα σίδερα», «Παλαμάκια» είναι μερικά από τα τραγούδια του ανάμεσα στα τόσα και τόσα με θαυμάσιες μελωδίες αλλά και στίχους που σπάνια συναντά κανείς στην ιστορία τού ρεμπέτικου. «Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Έδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Κώστας Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Στέλιος Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα ‘βασανισμένο’, του έκανα το χατίρι… “Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει…”. Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δεν θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι…».
Ήταν φτιαγμένος από το υλικό των αυθεντικών δημιουργών με πολλές συναισθηματικές αντιφάσεις. Πίκρα και χαρά, πόνος και γιορτή έβγαιναν μαζί από το μπουζούκι του. Κοινός παρονομαστής οι αξεπέραστες μελωδίες του.