Από τη συντοπίτη, πρώην αντιδήμαρχο, Κανέλλο Καννελόπουλο, αλιεύσαμε το εξής ενδιαφέρον σημείωμά του:
“Επειδή εκτός από την καθημερινότητα και την πανδημία από τον κορωνοϊό, υπάρχει και η τοπική ιστορία και ασφαλώς λόγω της αυριανής επετείου της 25ης Μαρτίου 1821…και για όσους έχουν ….όρεξη και ενδιαφέρον για αυτά :
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΥ Δ.ΝΕΝΕΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘ. ΣΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗ ΒΕΝΤΕΤΑ ΤΗΣ ΔΥΜΗΣ
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, είναι γνωστό πως οι Αρβανίτες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, τον 13ο-14ο αιώνα, προσκεκλημένοι των Παλαιολόγων που πολεμούσαν μεταξύ τους, για το ποιος θα ηγηθεί του δεσποτάτου του Μυστρά.
Έκτοτε, παρέμειναν μόνιμα και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές που τους παρείχαν όλα τα εχέγγυα για την ασφάλεια, τη διαβίωση και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, που ήταν η βασική τους επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Ένα τέτοιο μέρος ήταν και το Παναχαικό όρος, στο οποίο και εγκαταστάθηκαν, ιδρύοντας χωριά, με μεγαλύτερο την Ζουμπάτα, και άλλα μικρότερα, όπως το Μαζαράκι,το Φράγκα, το Κασνέσι (κοντά στα σημερινά Κατσαιτέικα, Λεοντίου),το Γκέρμπεσι κ.α. Τα χωριά αυτά αναφέρονται πιο αναλυτικά, στην απογραφή που έκαναν οι Ενετοί (Grimani), οι οποίοι και κατείχαν το Μοριά για 15 χρόνια (1700-1715).
Το Κασνέσι, αναφέρεται ως Kasnesi Trano. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ο αριθμός των οικογενειών, το πόσες οι χηρεύουσες (για φορολογικούς λόγους), και άλλα στοιχεία, όπως η γλώσσα των κατοίκων.
Οι Αρβανίτες, εκτός από κτηνοτρόφοι, ήταν δεινοί πολεμιστές και περιζήτητοι ως μισθοφόροι για τους ισχυρούς της εποχής εκείνης. Στην επανάσταση του 1821, η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών Αρβανιτών, συμμετείχε ενεργά και συνέβαλε τα μέγιστα στην επιτυχία της επανάστασης, πολεμώντας τα σουλτανικά στρατεύματα.
Στην περιοχή μας, ηγέτης ήταν ο Δημήτριος Νενέκος από τη Ζουμπάτα, ο οποίος βρισκόταν κάτω από την επιρροή και τον έλεγχο του προκρίτου της Πάτρας, Μπενιζέλου Ρούφου και μέχρι την έλευση του Ιμπραήμ (1826) πολεμούσε τους Τούρκους, φτάνοντας να έχει μια ισχυρή δύναμη 2000 ανδρών.
Η έλευση του Ιμπραήμ, σκόρπισε τα τελευταία υπολείμματα της επανάστασης, όσα είχαν μείνει από τον εμφύλιο πόλεμο και με τον Κολοκοτρώνη να βρίσκεται στη φυλακή.
Εκτός από τη στρατιωτική ισχύ και οργάνωση, ο Ιμπραήμ εφάρμοσε και μεθόδους ανορθόδοξου-ψυχολογικού πολέμου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «προσκυνοχάρτια». Με αυτόν τον τρόπο, όποιος επαναστάτης δήλωνε υποταγή στον Ιμπραήμ, εξασφάλιζε αμνηστία και πολλά προνόμια.
Από τους πρώτους που προσέτρεξαν ήταν και ο Δ. Νενέκος, ο οποίος λόγω του κύρους αλλά και της ισχύος που είχε, παρέσυρε πολλούς στο να δηλώσουν υποταγή.
Οι «προσκυνημένοι» συμμετείχαν ενεργά στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο, να κάμψουν το φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ήταν τέτοια η δράση του Νενέκου, που ο Σουλτάνος, με εισήγηση του Ιμπραήμ, τον ανακήρυξε Μπέη.
Ο Κολοκοτρώνης, που στο μεταξύ είχε απελευθερωθεί και είχε αναλάβει πάλι την ηγεσία, προσπάθησε με κάθε τρόπο να σώσει την επανάσταση και να σταματήσει την «γάγγραινα» του τουρκοπροσκυνήματος, ακόμα και με τη χρήση ωμής βίας, δίνοντας το σύνθημα με την παροιμιώδη, ιστορική φράση : «Φωτιά και τσεκούρι, στους προσκυνημένους!» Αυτό που είπε, το εφάρμοσε κατά γράμμα, με την εκτέλεση πολλών «προσκυνημένων» και την καύση ολόκληρων χωριών που είχαν «προσκυνήσει».
Στην περίπτωση του Νενέκου, που την θεωρούσε την πιο σοβαρή και σπουδαία, έδωσε γραπτή διαταγή στον κοντοχωριανό και μακρινό συγγενή του Νενέκου, Αθανάσιο Σαγιά (από το χωριό Κασνέσι) – ο οποίος έμεινε πιστός μέχρι τέλους στον αγώνα- να τον σκοτώσει, πράγμα που, μετά από πολλούς δισταγμούς και παλινωδίες, έκανε ο Σαγιάς, το καλοκαίρι του 1828, με τον εξής τρόπο, κατά μια εκδοχή:
Ο Νενέκος είχε σκοτώσει τον Σπανοκυριάκο και τον αδελφό του Σαγιά, Ασημάκη. Για να τον πλησιάσει ο Θανάσης Σαγιάς, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους και ζήτησε από φίλους και συγγενείς να παρέμβουν ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δυο καπεταναίων. Με τον καιρό αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο οπλαρχηγών. Ο Σαγιάς κάλεσε τον Νενέκο να βαπτίσει ένα παιδί τους. Μετά την βάπτιση ακολούθησε φαγοπότι σε μια καλύβα της οικογένειας των Σαγιάδων. Οι φίλοι του Νενέκου του πρότειναν να μην πάει, γιατί θεώρησαν ότι ήταν παγίδα . Αυτός όμως δεν τους άκουσε, αλλά και αρνήθηκε να πάρει μαζί του μερικά από τα παλικάρια του. Πήρε μόνο το πρωτοπαλίκαρο του και γραμματέα του Αγγελή Σκιαδά και πήγαν στη θέση Τρανή Βρύση, δυο χιλιόμετρα μακριά από τον οικισμό Βετέικα κοντά στην παλιά Βίδοβα.
Μετά τη βάπτιση ακολούθησε μεγάλο γλέντι με τραγούδια και χορούς. Όταν άρχισε ο ήλιος να γέρνει και είχαν έρθει στο κέφι, ο Νενέκος τραγούδησε ένα κλέφτικο τραγούδι της τάβλας, ήταν το πιο αγαπημένο του τραγούδι και το τραγουδούσε σ’ όλα τα γλέντια.
«Άιντε, βλέπω και ’τοι- βλέπω και ’τοιμαζόσαστε παιδιά μου,
στον τόπο μας να πάτε.
Άιντε, κι εμένα που μ’ α- κι εμένα που μ’ αφήνετε, ν’ οπού είμαι λαβωμένος.
Άιντε, ποιος θα μου ’γειά- ποιος θα μου ’γειάνει, παιδιά μου, την πληγή,
Άιντε, να γιατρευτώ λιγάκι…»
Τότε ακούστηκε μια φωνή από κάποιον από τους Σαγιάδες:
-«Που είσαι καημένε Ασημάκη Σαγιά, να δεις τη συναδέλφωσή μας». Ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία. Μια ομοβροντία ακούστηκε και έπεσαν νεκροί ο Δημήτρης Νενέκος και ο Αγγελής Σκιαδάς. Ο Σαγιάς και οι σύντροφοι του, μετά από αυτό, καβάλησαν τ’ άλογά τους και εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος.
Από εκείνη τη στιγμή ο Σαγιάς δεν μπορούσε να σταθεί στο χωριό του, γιατί κινδύνευε αυτός και η οικογένεια του, από τους συγγενείς και φίλους του Νενέκου και πήγε αρχικά στη Καρύταινα όπου βρισκόταν υπό την προστασία του Κολοκοτρώνη.
Με τη έλευση του Ι. Καποδίστρια και τη δημιουργία υποτυπώδους κράτους, ζήτησε με επιστολές (τις οποίες παραθέτω αυτούσιες στο τέλος) να του δοθεί προστασία, δουλειά και κλήρος, προκειμένου να ζήσει την οικογένεια του. Από την άλλη, όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν στο Μεσολόγγι, ο Μπενιζέλος Ρούφος, μ’ άλλους κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας, παραπονέθηκαν για την δολοφονία του Νενέκου, κατηγορώντας τον Αθανάσιο Σαγιά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Κυβερνήτης όμως δεν έδωσε καμιά σημασία.
Ακόμα και το επίσημο Οθωμανικό κράτος διαμαρτυρήθηκε έντονα, με επίσημη διακοίνωση, προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, καθότι ο Νενέκος ήταν Μπέης, δηλαδή αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους.
Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830), οι Αρβανίτες του Παναχαικού μετοίκησαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον κάμπο της Δύμης, δημιουργώντας τα γνωστά αρβανιτοχώρια της Δυτικής Αχαΐας.
Από τη περιοχή της Ζουμπάτας, έχουμε τα χωριά Καλαμάκι (Βίδοβα), Λιμνοχώρι (Στριγκλέικα), Λακκόπετρα και Άραξο (Γκέρμπεσι).
Από το Κασνέσι, έχουμε το χωριό Καρυά (Κασνεσέικα έως το 1958) και όχι Καρνεσέικα, που μάλλον λόγω ευκολότερης προφοράς το λέμε, ακόμα και εμείς οι κάτοικοι του!
Το Καρνέσι απ’ όπου προκύπτουν τα Καρνεσέικα, είναι η σημερινή Άνω Κλειτορία, με την οποία δεν έχουμε καμία σχέση!
Για πολλές δεκαετίες υπήρχε μεγάλη αντιπάθεια των Ζουμπαταίων προς τους Κασνεσαίους, τους οποίους τους θεωρούσαν «μπαμπέσηδες», διότι ήταν πατριώτες του Σαγιά, που σκότωσε με μπαμπεσιά(όπως λέει η παράδοση) το καμάρι τους, τον καπετάν Νενέκο!
Διασώζονται μέχρι τις μέρες μας, δημοτικά τραγούδια (στα Ελληνικά και στα Αρβανίτικα) που εξιστορούν το γεγονός, σαφώς υπέρ του Νενέκου!
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη ράχη στην Ζουμπάτα.
Η μια τηράει την Αχαγιά
κι ή άλλη την Λαπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε το, μωρέ Σαγιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
Αρβανίτικο:
Ατιε μπατάνε μαπετάνο
βράνε Νενέκο καπετάνο
έδε Αγγελή Σκιαδάνο.
Αϊ άτιμο Σαγιάνο
ε καλέσι τι πακζιώνι νι ντιάχι
αι ιβράσι μπαμπεσί.
Μετάφραση:
Απ’ εδώ στο λαγκάδι κι’ από κει
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
και τον Αγγελή Σκιαδά.
Αϊ άτιμε Σαγιά
σαν τους κάλεσες να βαφτίσουν το παιδί
αυτούς έφαγες μπαμπέσικα.
Σιγά σιγά με το χρόνο, με γάμους και συγγένειες, αμβλύνθηκε η έχθρα, ώσπου σχεδόν ξεχάστηκε.
Πάντως, ο πατέρας μου είχε πει, ότι σε κάποιον γάμο που έγινε μετά τον πόλεμο και θα παίρνανε νύφη από τη Βίδοβα, τρέξανε τα νέα παιδιά από την Καρυά, για τη «μαξιλάρα» και νικητής ήταν ένας Σαγιάς! Θες απ τη βεντέτα, θές απ το κρασί… μόλις έγινε γνωστό, πήγε να χαλάσει ο γάμος !!!
Θεωρώ ότι για την περιοχή μας η ιστορία του Νενέκου και του Σαγιά, είναι ένα ιστορικό θέμα «ταμπού», που καλό θα ήταν οι ιστορικοί να το διερευνήσουν περαιτέρω, καθότι όπως είναι γνωστό, το όνομα «Νενέκος» θεωρείται συνώνυμο του προδότη στα νεοελληνικά λεξικά και από την άλλη, καμία τιμή από το επίσημο κράτος και πολιτεία, δεν αποδόθηκε στον Σαγιά για την δράση του, προφανώς για να κρατηθούν κάποιες «αρβανίτικες ισορροπίες» .
Πάντως ο Σαγιάς πλήρωσε πολύ βαρύ τίμημα, για την πράξη του, που έγινε κατά διαταγή του Κολοκοτρώνη. Κυνηγημένος από εχθρούς και φίλους, περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη, για να επιβιώσει.
Τέλος, βρήκε τον θάνατο, από έναν Γάλλο στρατιώτη του Μαιζόν στην Πάτρα, όταν δεν σταμάτησε στο παράγγελμα του, που προφανώς δεν κατάλαβε, αφού ήξερε μόνο Ελληνικά και Αρβανίτικα !
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΘ. ΣΑΓΙΑ
1Η επιστολή προς τον Ι.Καποδίστρια
“Προς τον εξοχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος,
Με το ταπεινόν μου σέβας διηγούμαι προς την εξοχότητά σου την δεινήν δυστυχίαν μου, τα όσα δοκιμάζω ένδεκα μήνας και μέχρι σήμερον στερημένος της πατρίδος μου και όλων των πραγμάτων και ταλαιπωρούμαι ένθεν κακείθεν.
Είναι γνωστόν εις την επαρχίαν της Πάτρας επροσκύνησαν όλοι εις τον Ιμβραήμ, έχωντας αρχηγόν τον Νενέκον. Εγώ μόνον εκ της επαρχίας αυτής από πατριοτισμόν μην εφχαριστούμενος να φανώ προδότης της πατρίς μου και των αδελφών χριστιανών ειδοποίησα όλας τας αρχάς της διοικήσεως στρατηγούς και καπιτανέους διά να εμποδίσωμε τον κίνδυνον της πατρίδος και έμεινα πατριώτης να μη συμφωνώ με τους προσκυνημένους εις τον Οθωμανικόν ζυγόν μέχρι τέλους. Ενώ ήμουν τοιούτος έπρεπε να κάμω τα χρέη μου εις τους αποστάτας. Και μ’ όλον ότι ήμουν διαταγμένος από τον Γενικόν Αρχηγόν, (εννοεί τον Κολοκοτρώνη) διά να τον φονεύσω τον νενέκον όστις ήλθεν ζητών τον θάνατόν του.
Κατ’ αρχάς με εκατάτρεξε φονεύσας δύο συντρόφους μου ο Νενέκος, καπιτανέους ονομαζόμενους Λαμπρούλη και Σπανοκυριάκον και άλλον Βασίλην Σμυρνιώτην, κόψας το δεξιόν του χέρι. Μετά τούτο δύο συγγενείς μου, Γεώργιον Πατζαϊτην και Δημητράκην Νυμφοκάπουλον. Έπειτα με επήρε τα πρόβατά μου και μίαν κόρην δυναστικώς πρώτη αξαδέλφη μου, δώσας εις αυτήν έναν άτιμον άνδρα διά καταισχύνην μου, ύστερον έστειλεν τον γραμματικόν του και μερικούς στρατιώτας του, και με επήραν μίαν στάνην πρόβατα, του Μαντά ονομαζόμενου και δύο ανιψιούς μου αιγμαλώτους, αυτό όμως το έκαμε τεχνηέντως διά να φονεύση εμένα. Ηκούοντας ημείς την ταραχήν ενομίσαμεν ότι είναι Τούρκοι διό και ωρμήσαμεν κατ’ αυτών οίτινες είχον ενέδραν, εις την οποίαν εφόνευσαν τον αδελφόν μου. Αυτά και άλλα εξοχότατε έκαμεν κατ’ εμού τα οποία δεν περιγράφωνται και μόλον ότι έκαμε τόσα κακά κατά μού και της πατρίδος, δεν επήγα εις τούτο να τον θανατώσω, αλλά επήγενα προς τον Μπενιζέλον Ρούφον, και αυτός μαθών τούτο, ενέδρευε εις το οποίον έπρεπε να απεράσω μέρος και έλαβε το οποίον ήθελε να πράξη κατά μου.
Την ιδίαν στιγμήν ειδοποίησα τον Μπενιζέλον, ότι αναχορώ, εις την Σ. Διοίκησιν της Κυβερνήσεως και όστις είναι ενάγων να έλθη να διαδικασθώμεν εκεί. Ο δε κύριος Μπενιζέλος εσύναξε τους προσκυνησμένους και μου τους έρριψε επάνω μου με αιχμαλώτισαν τα παιδία μου, ελαφυραγώγησαν τα ρούχα μου, τα ενδύματά μου και όλην μου την ύπαρξιν μου εθανάτωσαν, και δύο συντρόφους μου επειδή τα απαρατήσαμε διά να σώσωμεν την ζωήν μας, ύστερον έστειλε εις το χορίον μου και εχάλασε ένδεκα φαμιλίαις συγγενείς μου και συμπολίτας μου αναίτιους εξόχως άπαντα όλους, εθανάτωσε και μία λεχώνα με δύο βρέφη, τα οποία δεν έπραξαν ούτε οι τούρκοι τοιούτα πράγματα.
Εξοχότατε Κυβερνήτα ενώ εδοκίμασα τόσα δεινά, εκ του πατριοτισμού μου και της τιμιότητος είναι δίκαιον να είμαι αποξενωμένος από την πατρίδα μου, ενώ όλοι σχεδόν άρον άρον ανάπαυσαν εις την επιτυχίαν σας και μόνον εγώ να είμαι στερημένος καθώς και οι μετ’ εμού πτωχοί στρατιώται;
Μετά δακρύων παρακαλώ εφάνης ελευθερωτής της Ελλάδος να δείξης και εις εμέ τον ταπεινόν το έλεός σου, να μην μείνω και γω παραπονεμένος διορίζων με εις όποιον στρατιωτικόν τάγμα κρίνης άξιον και μ’ όσους στρατιώτας θελήση η εξοχότητά σου. Επειδή και έχω φαμίλιαν αδυνάτους ψυχάς δώδεκα και δεν δύνομαι να τους οικονομήσω αν η Εξωχώτης της δε με βοηθήσει;
Έχων μεγάλην ευχαρίστησιν να κριθώ μετ’ αυτών έμπροσθεν του κυβερνητικού σου βήματος ή αν δεν είναι να με δωθή παρά της κυβερνήσεως έγγραφον διά να υπάγω εις την πατρίδαν μου ελεύθερος.
Περικλείεται ομολογία της διοικήσεως προς την Κυβέρνησιν διά να δωθή κανένα χορίον εις την πατρίδαν μου διά να οικονομήσω το ψωμί της πτωχής φαμελίας μου, και αν η Κυβέρνησις δεχθή αυτήν μου την αίτησιν ας αποφασισθή ένα εκ των κάτω χωρίων των μακράν από όλους τους εχθρούς μου. Η φιλανθρωπία της Κυβερνήσεως και οι εδικοί μου υπέρ της πατρίδος αγώναις, καθώς και το μαρτυρεί Γαστούνη, το Χλομούτζη, Πέτρα και λοιπά μέρη της Πελοποννήσου, ελπίζω να μην αποτύχω της αιτήσεώς μου και της φιλανθρωπίας της Α. Εξοχότητος.
Τη πρώτη Ιουνίου 1829, Καρύταινα,
ο ταπεινός,
Αθανάσιος Σαγιάς εκ χωρίου Κασνέσι Πάτρας”
2η επιστολη προς τον Ι.Καποδίστρια.
“Προς τον Εξοχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος,
Από αναφοράς του Γενικού αρχηγού της Πελοποννήσου και εδικάς μου επληροφορήθη η Σ. Κυβέρνησις πως εστάθη παρ’ εμού ο φόνος του Νενέκου. Αλλά άχρι σήμερον μη εκδοθείσης καμμιάς περί τούτου διαταγής, εγώ δεν ημπορώ να επανέλθω εις το χωρίον μου φοβούμενος τους συντρόφους του Νενέκου και κατοικώ προ ενός ήδη χρόνου εις Καρύταιναν, δεν ημπορώ να οικονομηθώ πλέον εις τον ξένον αυτόν τόπον. Παρακαλώ όθεν θερμώς την Σ. Κυβέρνηση να μοι συγχωρήσει το να επανέλθω εις το χωρίον μου, και υπόσχομαι άμα ήθελε ζητηθώ δι’ αυτόν τον φόνον να παρουσιασθώ ευθύς ν’ απολογηθώ. Επί τούτου δε είμαι έτοιμος, να δώσω εγγυητήν αυτόν τον Γενικόν Αρχηγόν ή τον στρατηγόν Κολιόπουλον ή τον Κ. Γεναίον, όποιον των τριών θελήσει η Σ. Κυβέρνησις. Εν τοσούτω δε παρακαλώ αν συγκατανεύσει εις ταύτην την άδειάν μου, να ήθελεν εκδόσει και διαταγήν προς τον Προσωρινό Διοικητή Πατρών διά να με υπερασπίζεται από κάθε πειρασμόν ο οποίος τυχόν ήθελε μου παρουσιασθεί από τινάς εκεί. Και ως βέβαιος διά την εκπλήρωσιν της παρακλήσεώς μου ταύτης, υποσημειούμαι με βαθύτατον σέβας.
Εν Άργος,0
Τη 20 Ιουλίου 1829,
ο ευπειθέστατος πολίτης,
Αθανάσιος Σαγιάς”
Κανέλλος Κανελλόπουλος
Μάρτιος 2020