“Πανηγύρι στρυμωγμένο ανάμεσα στο καλοκαίρι και στο φθινόπωρο. Στις είκοσι τρεις του Σεπτέμβρη με την υποψία της βροχής να παραμονεύει στις άδειες καρέκλες της πλατείας, ενώ οι οργανοπαίχτες φορτώνουν τα σύνεργα και φεύγουν γι’ αλλού, αφήνοντας πίσω τους σπασμένα τακούνια, ιδρωμένους κόρφους και επιχρυσωμένα σταυρουδάκια. να ψάχνουν του χορού τα βήματα. Τον λυγμό του κλαρίνου, που λίγωσε τις ομορφιές και λιγοθύμησαν. Χάντρες και καθρεφτάκια και τσατσάρες για το λαδωμένο μαλλί του μάγκα, που ξέμεινε από τσιγάρα, με δυο φιστίκια αράπικα και ένα μπουκάλι μπίρα. Χαρτούρα και σπασίματα και τσακισμένα δάχτυλα, που κλέβουν αγγίγματα. Θαυμαστικά, που έγιναν αποσιωπητικά σε σχολικά τετράδια εκθέσεων ντυμένα χρώμα ” μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο”, διορθωμένα από δασκάλες με θλιμμένα ταγιέρ. “Χρόνια πολλά το πανηγύρι σας! Και του χρόνου!” σβησμένα από το πρωτοβρόχι. Ξημερώματα. Πικρός καφές και πονοκέφαλος. Ξαναγυρνά το κάθε μέρα και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τους πανηγυριώτες κιτρινίζουν στο συρτάρι. [“Κομμάτια και αποσπάσματα” από παλαιότερες αναρτήσεις στην ομάδα “ΡΙΟΛΟΣ”, απ’ όπου και η φωτογραφία]”. “Ταξίδι” στις αναμνήσεις από την ομάδα ΡΙΟΛΟΣ και τον διαχειριστή της Κώστα Νιφορόπουλο.