ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ
Ο Κινηματογράφος στην Αχαγιά
του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
Έζησα τις δόξες του Ελληνικού σινεμά, σε κινηματογράφους της επαρχίας, αλλά και της Αθήνας. Τότε που άνθρωποι σχημάτιζαν ουρές ατελείωτες, προκειμένου να βρεθούν μέσα στην αίθουσα και να παρακολουθήσουν τις θρυλικές ταινίες, όπως «Η Αλίκη στο ναυτικό» και «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο «Κατήφορος» και ο «Νόμος 4000» με την Ζωή Λάσκαρη, το «Κάτι να καίει» και η «Χαρτοπαίχτρα» με την Ρένα Βλαχοπούλου, «Τα κόκκινα φανάρια» και η «Λόλα» με την Τζένη Καρέζη και πλήθος άλλων ταινιών, που «έκοβαν» πάνω από 600.000(!) εισιτήρια η κάθε μία.
Θυμάμαι τον θερινό σινεμά, που βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το Ξενοδοχείο «ΔΥΜΗ», του Γιώργου του Τακόπουλου. Τον είχε ο Ρεμπούτσικας, που ήταν ο πατέρας της γνωστής συνθέτριας Ευανθίας Ρεμπούτσικα και λεγόταν REX. Σαν μικρά παιδιά μας έβαζε μέσα ο Ρεμπούτσικας και καθαρίζαμε το χαλίκι που είχε κάτω ο κινηματογράφος, από γόπες, χαρτάκια, τσόφλια από πασατέμπο κλπ. Η αμοιβή μας ήταν να παρακολουθήσουμε το βράδυ την ταινία, αν φυσικά ήταν κατάλληλη. Αν ήταν ακατάλληλη σκαρφαλώναμε, στην μάντρα, στο πίσω μέρος, απέναντι ακριβώς από την οθόνη, που υπήρχε και μια βρύση της Κοινότητας.
Μια φορά θα προβαλλόταν μια ταινία του Χίτσκοκ κα πήρα θέση στην μάντρα. Η ταινία άρχιζε με μια μεγάλη πιτσιλιά από αίμα, επάνω σε τζάμι. Φοβήθηκα τόσο πολύ, που έπεσα από την μάντρα και δεν ανέβηκα ξανά. Ο κινηματογράφος έφερνε και θεατρικές παραστάσεις από «μπουλούκια». Θυμάμαι, σαν όνειρο, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, που μάλιστα ανέφερε το χωριό μας, σε μια ατάκα σε ταινία.
Αλλά όπως όλα έχουν ένα τέλος, έτσι ήλθε ο μαρασμός και ειδικά στην επαρχία, η απόλυτη απαξίωση. Οι ταινίες που προβάλλονταν ήταν στην αρχή δύο και αργότερα, για να προσελκύσουν περισσότερους θεατές, τέσσερεις. Τον τελευταίο κινηματογράφο στο χωριό, τον είχε ο Νίκος ο Καραμπελιάς, που ανέβαζε κι αυτός τέσσερα έργα. Δηλαδή έμπαινες μέσα στην αίθουσα το απόγευμα και έβγαινες αργά το βράδυ. Κατά κανόνα τα δύο πρώτα έργα ήταν κατάλληλα και τα δύο επόμενα ακατάλληλα. Τα μέτρα ήταν τότε πολύ αυστηρά, σχετικά με την ηλικία των θεατών. Δεν γινόταν να παρακολουθήσεις έργο ακατάλληλο, αν δεν είχες κλείσει τα εικοσιένα σου χρόνια. Διαφορετικά σε πιθανό έλεγχο, ο μπάρμπα Νίκος θα βρισκόταν αντιμέτωπος με βαριές ποινές, τόσο οικονομικές, όσο και νομικές. Ο πονοκέφαλός του, ήταν ν’ αδειάσει την αίθουσα από τους ανηλίκους, που δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι να την εγκαταλείψουν, και σκαρφίζονταν τα πλείστα όσα, προκειμένου να παραπλανήσουν τον θεατρώνη και να παραμείνουν στην αίθουσα. Έτσι όταν τελείωνε το τελευταίο κατάλληλο έργο, παρακολουθώντας την πλατεία από το υπερυψωμένο παραθυράκι του μηχανήματος προβολής, άνοιγε το μικρόφωνο και έλεγε.
-« Η ταινία που ακολουθεί, είναι ακατάλληλη και παρακαλούνται οι ανήλικοι, να αποχωρήσουν από την αίθουσα» και καπάκι έλεγε «Πεπέ σε βλέπω», απευθυνόμενος στον πιο ατίθασο ανήλικο, που είχε χωθεί κάτω από την καρέκλα, για να αποφύγει την “αποβολή”. Μετά κατέβαινε στην πλατεία και με πολύ κόπο, έβγαζε από τον κινηματογράφο τους ανήλικους. Βέβαια πάντα του ξέφευγαν κάποιοι ευρηματικοί πιτσιρικάδες, που μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο «Πεπές».
Για να γίνει κατανοητό, πόσο σοβαρό θέμα ήταν, η απαγόρευση των ανηλίκων στους κινηματογράφους, θα σας φέρω ένα προσωπικό μου βίωμα.
Ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών, όταν ο πατέρας μου με πληροφόρησε ότι θα πάμε μαζί στο σινεμά. Ήταν ένας περιφερειακός κινηματογράφος στην Αθήνα αρκετά σοβαρός, που φαινόταν από τις ταινίες που έφερνε. Λεγόταν ΑΡΜΟΝΙΑ. Το έργο, που επέλεξε ο πατέρας μου να δούμε, ήταν μια ταινία με κύριο θέμα τα ναρκωτικά, που είχε έναν άσχετο τίτλο «A Hat full of Rain» ελληνιστί, ένα «Καπέλο γεμάτο Βροχή».
Φτάσαμε στην ΑΡΜΟΝΙΑ και ο πατέρας μου έκοψε δύο εισιτήρια. Προχωρήσαμε να μπούμε μέσα, όταν μας σταμάτησαν στην πόρτα.
– «Τι συμβαίνει;» είπε ο πατέρας μου.
– «Συγνώμη κύριε, αλλά ο νεαρός δεν φαίνεται να είναι εικοσιένα ετών και το έργο είναι ακατάλληλο για ανηλίκους. Δεν μπορούμε να του επιτρέψουμε την είσοδο».
– «Ο νεαρός είναι γιός μου και εγώ θα κρίνω ποιο έργο θα δει και ποιο όχι» είπε έντονα ο πατέρας μου.
– «Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται τίποτα. Ο νεαρός δεν μπορεί να μπει στην αίθουσα».
Σε λίγο ήλθε και το εκατό. Αν νομίζετε ότι το κάλεσαν οι άνθρωποι του κινηματογράφου, κάνετε λάθος. Το κάλεσε ο πατέρας μου!
– «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο αξιωματικός, που κατέβηκε από το περιπολικό.
– «Ο κύριος επιμένει να μπει στην αίθουσα ο νεαρός, που δεν είναι εικοσιένα ετών κι εμείς δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε».
– «Κύριέ μου, το έργο είναι ακατάλληλο. Σωστά οι άνθρωποι δεν του επιτρέπουν, να το παρακολουθήσει» είπε ο αξιωματικός απευθυνόμενος στον πατέρα μου.
Όμως τότε, ο θεσμός της οικογένειας, ήταν πανίσχυρος και μάλιστα ο άντρας σαν αρχηγός της, είχε απεριόριστα δικαιώματα. Έτσι χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ο πατέρας μου, είπε σε έντονο ύφος στο όργανο.
– «Αυτός ο νεαρός είναι γιός μου. Σύμφωνα με τον νόμο, εγώ είμαι υπεύθυνος για την διαπαιδαγώγησή του και αυτή την ευθύνη δεν την παραχωρώ, ούτε στον υπεύθυνο του σινεμά, ούτε στην αστυνομία. Αποφάσισα να δει ο γιός μου αυτή την ταινία και θα την δει» και προχωρώντας στην είσοδο, μου έκανε νόημα να ακολουθήσω. Αυτό και έκανα, μπαίνοντας στην αίθουσα.
Δεν ξέρω αν αιφνιδιάστηκε ο αστυνομικός, ή ο θεατρώνης, αλλά κανένας δεν μας ενόχλησε, μέχρι το τέλος της ταινίας. Μόλις βγαίναμε καληνυχτίσαμε με ευγένεια και φύγαμε!
Την ταινία την θυμάμαι μέχρι σήμερα και αν έχω κάποια υποδομή αντιμετώπισης των ναρκωτικών, που κάποια περίοδο της ζωής μου «χόρευαν» δίπλα μου επικίνδυνα, το οφείλω στην ταινία, που με την επιμονή του πατέρα μου, παρακολούθησα.
Στην διάρκεια της ιστορίας του, ο τελευταίος κινηματογράφος του χωριού, σημαδεύτηκε από σπαρταριστά περιστατικά, που ακόμα και σήμερα μου προξενούν γέλιο, όταν τα φέρνω στο νου μου, από τα παλιά.
Η αίθουσα δεν κλιματιζόταν, γι αυτό είχε στο κέντρο της, για τους Χειμερινούς μήνες μια ξυλόσομπα, που δίπλα της μαζεύονταν οι πέντε-δέκα “ηρωικοί” θεατές, που τιμούσαν με την παρουσία τους τον σινεμά.
Ο πασατέμπος στις δόξες του. Παρακολουθώντας την ταινία, άκουγες και μια συγχορδία με τα «τσικ τσικ» του νόστιμου ξηρού καρπού, που βέβαια οι φλούδες κατέληγαν στο δάπεδο της αίθουσας, “χάρισμα” στον μπάρμπα Νίκο.
Δεν μας προξενούσε καμία εντύπωση το γεγονός, να αρχίζει το καουμπόικο έργο, με τα άλογα ανάποδα και τις οπλές στο πάνω μέρος της οθόνης και τους καουμπόηδες από κάτω. Το γέλιο μας ήταν στις διαμαρτυρίες μας, που άρχιζαν με σφυρίγματα και τελείωναν με ελαφριά «Γαλλικά», μέσα σε ξεκαρδιστικά γέλια, που λειτουργούσαν και σαν εκτόνωση.
Ένα ακόμα από τα κωμικά περιστατικά, συνέβη όταν παρακολουθούσαμε με αγωνία μια σκηνή, που το παλικάρι έτρεχε να προλάβει την καλή του, που είχε πάει να αυτοκτονήσει. Ακριβώς εκεί κόπηκε η ταινία και μέσα σε σφυρίγματα και τα σχετικά, βλέπουμε τον μπάρμπα Νίκο, που κρατώντας ένα κομμάτι ταινίας, ανέβηκε στην σκηνή και απευθυνόμενος στους θεατές, είπε:
– «Ρε παιδιά συγνώμη, αλλά κόπηκε η ταινία, δύο μέτρα πριν το τέλος. Είναι μικρό το κομμάτι και δεν μπαίνει στην μηχανή. Θα σας πω εγώ όμως το τέλος. Λοιπόν, την πρόλαβε, την αγκάλιασε, την φίλησε και παντρευτήκανε. Καληνύχτα σας».
Καταλαβαίνετε μετά από αυτό τι έγινε. Βγάλαμε όλα τα απωθημένα, της πολύωρης παρακολούθησης των ταινιών.
Το κορυφαίο είναι όμως το τελευταίο που συνέβη. Με κάθε έργο οι διανομείς έστελναν φωτογραφίες και αφίσες με τους πρωταγωνιστές και τον τίτλο της ταινίας, που τα στερέωναν σε δύο ξύλινα τρίποδα ταμπλό. Το ένα το έβαζαν στην παλιά πλατεία, στην μεριά των ταξί και το άλλο έξω από τον κινηματογράφο. Εν τούτοις σε ένα έργο καράτε, δεν έστειλαν απολύτως τίποτα.
– « Και τώρα τι κάνουμε Θανάση;» ρώτησε ο μπάρμπα Νίκος, τον ανεψιό του, που τον βοηθούσε.
– « Ξέρω γω ρε θείε. Βάλε ότι πρωταγωνιστεί ο Τσι Τσαν Τσουν».
– « Και ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο μπάρμπα Νίκος.
– « Που να ξέρω εγώ. Έτσι το είπα γιατί τα Κινέζικα ονόματα, έχουν μέσα τους πολλά “τσου”» αποκρίθηκε ο Θανάσης.
– « Αδύνατον. Πρέπει να βρούμε ένα πραγματικό Κινέζικο όνομα, για τον πρωταγωνιστή» επέμενε ο μπάρμπα Νίκος.
– « Δεν ξέρω κανένα. Το μόνο όνομα που ξέρω, είναι του πρωθυπουργού της Κίνας, που λέγεται Τσού εν Λάι».
– « Αυτό είναι» είπε ο μπάρμπα Νίκος. Πήρε ένα μεγάλο χαρτί με έναν μαρκαδόρο, και το έβαλε μπροστά στον Θανάση.
– « Γράφε. “ΣΗΜΕΡΑ”, από κάτω, “Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΡΑΤΕ”, από κάτω, “ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ”, άλλαξε γραμμή και μεγάλωσε τα γράμματα, ”ΤΣΟΥ ΕΝ ΛΑΪ”. Αυτό είναι. Γράψε άλλο ένα, σαν αυτό και κόλλησέ τα στα τρίποδα» είπε στον Θανάση.
Και έτσι έγινε. Ο πρωθυπουργός της Κίνας έπαιξε σε ταινία καράτε στο χωριό και φαντάζομαι, ότι μέχρι τον θάνατό του, δεν έμαθε τίποτα. Κρίμα…
Όπως θα αντιλαμβάνεστε, δεν θα μπορούσα να είμαι μπροστά στις ιδιωτικές στιγμές του μπάρμπα Νίκου και της γυναίκας του, αλλά από αυτά που ξέρω, υποθέτω ότι το κλείσιμο του τελευταίου κινηματογράφου, θα έγινε κάπως έτσι:
Όπως συνέβη με τους περισσότερους κινηματογράφους, έτσι και μια μέρα, ζήτησαν από τον μπάρμπα Νίκο την αίθουσα, για να την κάνουν Super Market. Τα βαλε κάτω κι αυτός, υπολόγισε πόσα έβγαζε από τις ταινίες και τα μπουλούκια που του τύχαιναν, και διαπίστωσε ότι του τα ‘διναν και με το παραπάνω, για νοίκι.
– « Να το δώσεις. Από την άλλη, περισσότερα θα παίρνεις. Τι το σκέφτεσαι;» του φορτωνόταν η γυναίκα. «Να ξεκουραστείς και συ βρε Νίκο μου, όχι να κυνηγάς κάθε μέρα τον Πεπέ…».
– « Άσε με. Θα δω τι θα κάνω» της απάντησε σκεπτικός.
– « Τι να σ’ αφήσω; Να πάρεις τηλέφωνο τον κ Παναγιώτη, να συμφωνήστε, γιατί υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές… Δεν θα σε περιμένει για πολύ. Θα βρει άλλον τρόπο να κάνει την δουλειά του» επέμενε η γυναίκα του.
– « Ξεφορτώσουμε. Σου είπα θα δω» κι έφυγε για την αγορά. Πήρε τηλέφωνο από ένα περίπτερο τον κ Παναγιώτη και σε μια ώρα κάθισαν στο κεντρικό καφενείο, να συζητήσουν
– « Άκουσε Νίκο, εγώ έχω κάνει το κουμάντο μου. Πριν σ’ ενοχλήσω, έκανα μια έρευνα αγοράς και βρήκα ότι θα με συνέφερε να κάνω τον κινηματογράφο σου Super Market, με την προϋπόθεση να μην με “πνίξει” το νοίκι. Γι αυτό η πρόταση που σου έκανα, δεν αλλάζει. Αν δεν σε συμφέρει, τότε θα προσανατολιστώ σε μικρότερο χώρο. Από την άλλη, άσε να δούμε πως θα πάω τον πρώτο χρόνο και αν είναι καλά τα αποτελέσματα, δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Θα σε φτιάξω. Τι λες;». Αυτό το τελευταίο, άρεσε στον μπάρμπα Νίκο και είπε μουδιασμένα.
– « Δεν υπάρχει άλλο θέμα βρε Παναγιώτη, αλλά να… είμαι συναισθηματικά δεμένος με τον κινηματογράφο. Η πορεία που είχα μέχρι τώρα, μου δημιούργησε ένα μεράκι, μια γλύκα και αυτά προσπαθώ να κουμαντάρω μέσα μου. Όμως θα δεσμευτώ μαζί σου τώρα, επίτηδες για να μην κάνω πίσω. Σύμφωνοι λοιπόν» και κόλλησαν τα χέρια.
– « Μαγαζί, φέρε μας ένα καραφάκι ούζο, με περιποιημένο μεζέ, για να “βρέξουμε” την συμφωνία μας. Σήμερα γιορτάζουμε» είπε ο κ Παναγιώτης και κοίταξε χαμογελαστός τον Μπάρμπα Νίκο.
Μα αυτός δεν γέλασε.