Γράφει στην ομάδα ΡΙΟΛΟΣ ο Νεοκλής Δημόπουλος:
ΜΙΚΡΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΜΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ Τα δικά μου καλοκαίρια τελείωναν, όταν ερχόταν ο Αύγουστος κι άρχιζε ο τρύγος της σταφίδας. ” Θέρος, τρύγος, πόλεμος”, έλεγαν οι παππούδες, και τα σκυλιά δεμένα. Έπρεπε να περάσουν κάμποσα χρόνια, για να φιλιώσουμε. Χρειάστηκε να περιπλανηθώ σε χέρσα χωράφια και ν’ αφουγκραστώ το παράπονο της ξεριζωμένης σταφίδας και την αγωνία των ξωμάχων. Και να φεγγαριαστώ σε δρόμους παλιούς, άοπλος, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, απέναντι στη μεταφυσική της αυγουστιάτικης νύχτας. Μικρά καλοκαίρια, που ξεψυχούσαν τον Σεπτέμβρη στο πανηγύρι του Αγιάννη με βραχνά κλαρίνα και το κουδούνι της καινούργιας σχολικής χρονιάς. Κουτσουρεμένα καλοκαίρια, ντυμένα άσπρα κοντομάνικα πουκάμισα με την τσάκιση να σφάζει με το μπαμπάκ. Να πέφτουν τα λιανά στη σχισμή του τζουκ μποξ και να ξεχύνεται η φωνή του Καζαντζίδη, διαμάντι που χάραξε τους ηττημένους. Καλοκαίρια φορτωμένα με τα συμπράγκαλά τους στις καρότσες των τρακτερ, πρωινά της Κυριακής στο Κουνουπέλι, δίπλα στο γερμανικό πολυβολείο, στρωματσάδα στις κουρελούδες και τις πευκοβελόνες και στο γυρισμό βαρυγλυκός κάτω από τη μουριά στη μεθόριο με τη λάμνη. Καλοκαίρια της ξυπόλητης αλητείας, που έστηνε ξώβεργα να πιαστούν οι νεράιδες του μεσημεριού. Την ίδια ώρα που έμεναν ξάγρυπνες οι φιγούρες των ποδοσφαιριστών, που άλλαζαν χέρια με ζαβολιές και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, περίτεχνα ψαλιδισμένες γύρω-γύρω με μεράκι, αιχμαλώτιζαν την αθωότητα. Μικρά κουτσουρεμένα καλοκαίρια…”Ξεφλουδισμένα πικραμύγδαλα” κι αμέριμνα τραύματα, που χώρεσαν ό,τι αγκομαχούν να προλάβουν τα σημερινά μίσθια καλοκαίρια: μεγάλα ταξίδια, μεγάλους έρωτες, μεγάλα τίποτα. Γιατί όσο και να βυζαίνω το μανόγαλο της νοσταλγίας, σαν πεινασμένο βρέφος, δεν μπορώ ούτε να δέσω ούτε να λύσω τα μάγια κι οι λέξεις μένουν μουγκές, σαν να με εκδικούνται. (Η φωτογραφία είναι από παλαιότερη ανάρτηση και προέρχεται από το αρχείο του Χάρη Χρ. Βαβαρούτα)