Αναμένοντας την έναρξη της συζήτησης για τον προϋπολογισμό, ενημερωθήκαμε για το νέο «μοντέλο ανάπτυξης» που εμφάνισε η κυβέρνηση. Παρακολούθησα τον κύριο Θεοδωρικάκο να αναφέρεται στην ανάγκη ενίσχυσης της Περιφέρειας ως «παραγωγικό μετασχηματισμό», κάνοντας ειδική αναφορά στην Αλεξανδρούπολη και τον Έβρο.
Ίσως συγκινήθηκε από το πρόσφατο συλλαλητήριο στο Σουφλί. Στην περιοχή αυτή οι κάτοικοι δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν πότε ο υπουργός θα υποχρεώσει τα super market να εντάξουν στις ελεγχόμενες τιμές τα 600 προϊόντα. Θεωρώντας πως τα «δαμάσκηνα» και οι διάφορες κρέμες προσώπου είναι είδη πρώτης ανάγκης.
Προφανώς, η αναπτυξιακή υπεραισιοδοξία του κυρίου Θεοδωρικάκου έρχεται σε μεταγενέστερο χρόνο να προστεθεί σε άλλες αντίστοιχες εφυείς διατυπώσεις άλλων επιφανών στελεχών της κυβέρνησης, όπως εκείνη του Γ.Γ. Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, κ. Σωτήρη Αναγνωστόπουλου που τόλμησε να αναδείξει το «κοινωνικά ισορροπημένο» ευφυολόγημα ότι η «απλή λύση» για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στα τρόφιμα είναι « να σταματήσουμε να αγοράζουμε τα προϊόντα που έχουμε συνηθίσει να αγοράζουμε […]και, αν πρέπει να γίνει, να θυσιάσουμε, αν δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, ακόμα σε όρους ποιότητας».
Δήλωση που αναδεικνύει τον « ανταγωνιστικό δυναμισμό» στην αναζήτηση λύσεων – τουλάχιστον σε επίπεδο προσβλητικών δηλώσεων – εντονότερα ακόμα και από την περίφημη γεμάτη ενσυναίσθηση δήλωση του κυρίου Γεωργιάδη ότι «πόσο θα φάνε πια οι πολίτες, θα γίνουν 300 κιλά»! Ή της κυρίας Βούλτεψη το καλοκαίρι, που σε μία εντελώς «ειδικής βαρύτητας αναπτυξιακή σκέψη» επεσήμανε αναφορικά με την ακρίβεια των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, ότι «τα νησιά είναι μόνον για ξένους. Οι γηγενείς στα χωριά τους ή σε μέρη της ενδοχώρας»! Φαίνεται πως ο κύριος Θεοδωρικάκος αμέλησε να συνειδητοποιήσει πως οι δηλώσεις των συναδέλφων του υπουργών επί της ουσίας ακυρώνουν το όποιο αναπτυξιακό αφήγημα προσπαθεί να αναδείξει.
Παρατηρούμε συνολικά μία περίεργη προσέγγιση μεταβαλλόμενης ευαισθησίας και μίας ενσυναίσθησης (ή απουσία αυτής) που φαίνεται πως κατευθύνει την αναπτυξιακή φιλοσοφία. Ένα αφήγημα που βασίζεται στις συγκρίσεις των «μέσων όρων» και όχι τι πραγματικά σηματοδοτούν οι πραγματικά αρνητικοί δείκτες σε απόλυτα μεγέθη. Κατά τον Πρωθυπουργό, αυτοί οι «μέσοι όροι» που αναδεικνύουν την «υπεροχή» της οικονομίας μας αντανακλούν την «δυναμική ανάπτυξη». Ο ειρωνικός δυναμισμός της διαφοράς του 0,2% «θετικής» αναπτυξιακής διαφοράς σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αποφεύγουν οι διάφοροι υπουργοί να ενημερώσουν τον πολίτη πως τα στατιστικά δεδομένα εύκολα αναδεικνύουν την δυναμική κάθε πτωτικής πορείας. Δύσκολα όμως εμφανίζουν τα πολλαπλασιαστικά στοιχεία της ανόδου. Μία αλήθεια που κρύβεται επιμελώς στα σύννεφα των μηδαμινών ενισχύσεων και αυξήσεων, όπως για παράδειγμα σε συντάξεις που μετά βίας καλύπτουν τις ανάγκες σε φάρμακα, έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις που αδυνατούν να κρύψουν την αδυναμία πάταξης της αισχροκέρδειας, αύξηση φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος, όταν είναι πλέον γνωστό πως δεν υπάρχουν σπίτια για τους φοιτητές. Προγράμματα στέγης που ακυρώνονται λόγω αύξηση κόστους πρώτων υλών.
Ο μέσος πολίτης όμως αναζητά στην καθημερινότητά του την κρυμμένη δυναμική του κυρίου Θεοδωρικάκου και των άλλων υπουργών. Μάταια όμως. Με προσμονή περιμένει από κρίση σε κρίση να καλυτερεύει σε ονομαστικά μεγέθη η ζωή του. Όχι σε μεγέθη συγκριτικών μέσων όρων. Αντ΄ αυτού σιγά-σιγά, έρχεται αντιμέτωπος με την «δυναμική πραγματικότητα» ότι δεν πρόκειται το επίπεδο της καθημερινότητάς του να αγγίξει αυτό της προ κρίσης του χρέους. Τα στοιχεία της «πρώτης ανάγκης των πολιτών» σε στατιστικά μεγέθη μπαίνουν σε «δεύτερη μοίρα».
Το τι χαρακτηρίζεται όμως ως πρώτη ανάγκη, έχει προ πολλού εκτραπεί από την σκέψη και τον προγραμματισμό στα αστικά κέντρα ή την Περιφέρεια για την οποία τόσο όψιμα ευαισθητοποιήθηκε η κυβέρνηση. Πως αλλιώς να εξηγηθεί η καθυστερημένη εξαγγελία διοχέτευσης κονδυλίων, όταν είναι γνωστό πως η αναπτυξιακή διάρθρωση της οικονομίας βασίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικά στην Περιφέρεια. Με ποιο τρόπο θεωρεί η κυβέρνηση πως θα στηρίξει αυτές τις επιχειρήσεις – την ραχοκοκαλιά της οικονομίας- όταν είναι γνωστό εδώ και χρόνια πως δεν τις χρηματοδοτούν οι τράπεζες; Όταν σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σχεδόν μία στις δύο μικρομεσαίες επιχειρήσεις δηλώνει πρόβλημα επιβίωσης;
Σίγουρα όχι με την προκαταβολή του φόρου της επόμενης χρονιάς. Σίγουρα όχι με τις ευφάνταστες πιέσεις του κυρίου Γεωργιάδη αλλά και του κυρίου Χατζηδάκη προς τις τράπεζες. Σίγουρα όχι με το πρόσφατο κάλεσμα του κυρίου Θεοδωρικάκου προς την κατεύθυνση αυτή. Σίγουρα όχι με την κατ΄εξακολούθηση υπερφορολόγηση. Από δηλώσεις και «καλέσματα» η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης σίγουρα χαρακτηρίζεται από περίσσιο δυναμισμό.
Αν κρίνω από πρόσφατες δηλώσεις των κυρίων Σκέρτσου, Χατζηδάκη και Θεοδωρικάκου, μάλλον ως πρώτη ανάγκη νοείται η αυθάδης επικοινωνιακή διαχείριση της εξαετούς αδράνειας. Η επικοινωνιακή διαχείριση του γεγονότος ότι με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας 2,1%, το πραγματικό ΑΕΠ θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα μετά το 2033. Σύμφωνα δε με έκθεση της Eurobank για να φθάσει το ΑΕΠ στα προ 2008 επίπεδα, απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης 2,7% και αλλαγή του αναπτυξιακού μείγματος. Το 2032 όμως, αρχίζει η μεγάλη επιβάρυνση ουσιαστικής εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Προοπτική με την οποία ουδείς σήμερα ασχολείται.
Η μόνιμη επωδός που συχνά πυκνά αναδεικνύουν οι υπουργοί, με πρόσφατη αυτή του κυρίου Σκέρτσου, πως «προφανώς δεν είμαστε ικανοποιημένοι ακόμα από το επίπεδο των μισθών και των εισοδημάτων στην χώρα μας» δεν δημιουργεί άλλοθι. Η «μη ικανοποίηση» όμως εμφανώς αδυνατεί να παράξει σχεδιασμό που να λαμβάνει υπόψη εξωγενείς παράγοντες και να δώσει λύσεις στο δημογραφικό. Αδυνατεί να αναδείξει με ειλικρίνεια την αποτυχία του μοντέλου που βασίζεται στην κατανάλωση, αντί να δίνει έμφαση στις εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Η καθαρά προσποιητή ανάληψη ευθυνών – περί ευθυνών αποτυχίας πρόκειται – δεν καλύπτει την εκτίναξη του ελλείμματος ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά το πρώτο 8μηνο του 2024, αναδεικνύοντας προβληματική ανταγωνιστικότητα. Δεν καλύπτει το γεγονός ότι υπάρχει σημαντικό επενδυτικό έλλειμμα που το 2023 άγγιζε τα 100 δις ευρώ περίπου. Δεν καλύπτει το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων είναι η δεύτερη χαμηλότερη στην Ευρώπη. Δεν καλύπτει το γεγονός ότι στην τετραετία 2020-2023, οι ακαθάριστες αποδοχές αυξήθηκαν 11%, αλλά ο φόρος εισοδήματος 41%, εξαιτίας της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας. Δεν καλύπτει δεκάδες άλλες αστοχίες και λάθη.
Η κυβέρνηση τόλμησε μετά από χρόνια να μιλήσει για «μετασχηματισμό» της οικονομίας. Δεν αιτιολογήθηκε όμως, ο λόγος που κρίνεται αναγκαίος ο «μετασχηματισμός» μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης. «Μετασχηματίζεις» μία πολιτική όταν αντιλαμβάνεσαι ότι δεν αποδίδει. Κατά συνέπεια ο πολίτης δικαιολογημένα συνάγει το συμπέρασμα ότι ο κατ΄επίφαση μετασχηματισμός έρχεται να καλύψει την αποτυχημένη μέχρι σήμερα πορεία. Η κοινωνία και η οικονομία όμως δεν λειτουργούν με αναθεωρημένα επικοινωνιακά slogan.
Μία τέτοια προσέγγιση θα ήταν αποδεκτή από τους πολίτες αν οι κύριοι υπουργοί απλά έκαναν μία συνειδητή προσπάθεια να βιώσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών. Αν προσπαθούσαν για παράδειγμα ως απλή ένδειξη ευαισθησίας να πάνε στο γραφείο τους το πρωί χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αν τύχαινε να βιώσουν την απαξίωση του συστήματος υγείας που βιώνουν όσοι βρίσκονται στην δύσκολη θέση να έχουν δικούς τους ανθρώπους στο δημόσιο νοσοκομείο. Αν πήγαιναν το παιδί τους σε δημόσιο σχολείο. Αν αγόραζαν μόνοι τους τα της καθημερινής διατροφής.
Θα δεχόμουν τα «μεγάλα λόγια» όταν ο παραγωγικός μετασχηματισμός θα μεταφραζόταν σε πραγματικό μετασχηματισμό ενσυναίσθησης και ουσιαστικού ενδιαφέροντος για την κοινωνία χωρίς έπαρση και αυθάδεια.