Για βαρύτατες κυβερνητικές ευθύνες που έχουν ρίξει την δημόσια υγεία σε «κώμα» κάνει λόγο το Ποτάμι σε επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε στην Βουλή.
Το κείμενο υπογράφουν 10 βουλευτές του Ποταμιού (όλοι εκτός του επικεφαλής Σταύρου Θεοδωράκη) και μεταξύ άλλων επισημαίνουν η κυβέρνηση αντι να προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές στο σύστημα υγείας – όπως είχε δεσμευτεί – προχωρά μόνο σε κομματικούς διορισμούς στα νοσοκομεία.
«Από την ίδρυσή του το 1983 (Ν. 1397/1983, ΦΕΚ Α 143/07-10-1983) μέχρι σήμερα, και παρά τον μεγάλο αριθμό νομοθετικών πρωτοβουλιών, το ΕΣΥ αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε πέντε βασικούς άξονες: α) Ανεπάρκειες στη λειτουργία της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, β) Ξεπερασμένες τεχνικές διοίκησης των μονάδων υγείας που οδηγούν σε σπατάλη πόρων, γ) Απαρχαιωμένα συστήματα αποζημίωσης των προμηθευτών, δ) Απουσία μηχανισμών αξιολόγησης, παρακολούθησης και ελέγχου του κόστους και της αποδοτικότητας, ε) Ανυπαρξία μηχανισμού ορθολογικής κατανομής των υγειονομικών πόρων τόσο μεταξύ των υπηρεσιών όσο και μεταξύ των περιφερειών» αναφέρουν στην ερώτησή τους οι βουλευτές και προσθέτουν:
«Επί δεκαετίες το σύστημα υπήρξε σπάταλο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό, με την ανοχή της εκάστοτε κυβέρνησης. Ειδικότερα, οι δαπάνες υγείας, τόσο οι κατά κεφαλήν όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν σημαντικά. Το ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία αυξήθηκε από 6,6% το 1990 σε 9,6% του ΑΕΠ το 2007. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (9%) και κατέτασσε την Ελλάδα ανάμεσα στις δέκα χώρες με τις υψηλότερες πληρωμές για την υγεία. Η Ελλάδα δαπανούσε περισσότερα για την υγεία απ’ ότι οι Σκανδιναβικές χώρες (η Φινλανδία δαπανούσε το 8,2% του ΑΕΠ, η Νορβηγία το 8,9% και η Σουηδία το 9,1%).
Σύμφωνα με στοιχεία του OOΣΑ, μεταξύ 2000 – 2009 η Ελλάδα είχε αυξημένες δαπάνες για την υγεία, είχε τους περισσότερους γιατρούς ανά κάτοικο από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ με 6,1 γιατρούς ανά 1000 κατοίκους το 2009, σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο 3,1 του ΟΟΣΑ. Με διαφορά ο μεγαλύτερος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Δεύτερη η Αυστρία με 4,7, η Γερμανία με 3,5 και η Γαλλία με 3,3. Το ποσοστό των «γενικών ιατρών» το 2009 ήταν 4,5%, με διαφορά το μικρότερο ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, στις οποίες ο μέσος όρος είναι 25,9%. Από την άλλη, υπήρχαν μόνο 3,3 νοσηλευτές ανά 1000 κατοίκους το 2009, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο 8,4% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ο ετήσιος αριθμός αξονικών τομογραφιών ήταν 320,4%. Πρώτη χώρα στον ΟΟΣΑ, με διαφορά από τη δεύτερη, τις ΗΠΑ με 227,9%, όταν ο μέσος όρος ήταν 131,8%. Ο ετήσιος αριθμός μαγνητικών τομογραφιών ήταν 97,9%. Πρώτη και πάλι η Ελλάδα, με δεύτερη τις ΗΠΑ με 91,2%, ενώ ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 46,6% (OECD, Health Data, 2012). Επιπλέον, η φαρμακευτική δαπάνη υπερδιπλασιάστηκε από 2,033 δις ευρώ το 2000 σε 5,439 δις το 2007. Συγκρίνοντας την Ελλάδα με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, διαπιστώνεται ότι την εποχή πριν από το Μνημόνιο εμφανίζει την υψηλότερη κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη μετά τις ΗΠΑ.
Είναι πλέον σαφές ότι δεν δημιούργησε η οικονομική κρίση τα προβλήματα στο ΕΣΥ, αλλά η διαχρονική απροθυμία των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση και να συγκρουστούν με ομάδες πίεσης και συμφέροντα που λυμαίνονται χρόνια το χώρο της υγείας. Η κρίση ανέδειξε χρόνιες, υποβόσκουσες παθογένειες, που τα οριζόντια μέτρα απλώς επιδείνωσαν. Στο τοξικό περιβάλλον της κρίσης, ο τομέας της υγείας βρέθηκε στο επίκεντρο. Το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιο βαθμό οι επιχειρούμενες διαρθρωτικές αναπροσαρμογές στο χώρο της υγείας είναι μια προσπάθεια εξορθολογισμού του τρόπου λειτουργίας του συστήματος υγείας και όχι απλώς ένα μέσο περιορισμού του δημοσιονομικού κόστους. Με άλλα λόγια, οι αλλαγές απορρέουν από εσωτερικές αναγκαιότητες του συστήματος υγείας ή ανταποκρίνονται μόνο σε εξωτερικές επιταγές που επιβάλλονται από τα Μνημόνια;
Από τις έως τώρα ρυθμίσεις, διαπιστώνεται ότι υπήρξε απόλυτη προσήλωση στην επίτευξη των λογιστικών στόχων των Μνημονίων, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος, καθώς και τις κοινωνικές επιπτώσεις. Οι δημόσιες δαπάνες υγείας μειώνονται με γρηγορότερο ρυθμό από αυτόν της μείωσης του ΑΕΠ, ενώ οι οριζόντιες περικοπές οδήγησαν σε τραγικές ελλείψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και αναλωσίμων. Υπολογίζεται ότι από τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας (Κ/Υ) μέσα σε πέντε χρόνια αποχώρησαν πάνω από 15.000 εργαζόμενοι, περίπου το 20% του προσωπικού, ενώ δεν πραγματοποιήθηκαν προσλήψεις.
Παρά τις προεκλογικές πομφόλυγες για σαρωτικές αλλαγές στο ΕΣΥ, δυστυχώς και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. ακολουθεί την ίδια αναποτελεσματική και αδιέξοδη πολιτική. Τουλάχιστον, τα δείγματα γραφής από την ενδεκάμηνη κυβερνητική πολιτική είναι εξαιρετικά αρνητικά. Μέχρι σήμερα, η πολιτική στο χώρο της υγείας εξαντλείται σε διορισμούς ημετέρων, ανέφικτη παροχολογία και διαρκείς παρατάσεις συμβάσεων. «Παρά την πολιτική βούληση της κυβέρνησης και παρά την εκπόνηση σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την επιβίωση του ΕΣΥ, η αντιστροφή της πορείας λειτουργικής κατάρρευσής του δεν έγινε εφικτή σε οκτώ μήνες» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Υπουργός Υγείας, κ. Ξανθός, κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2015, παραδεχόμενος εμμέσως την τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ΕΣΥ.
Η υφιστάμενη, δραματική κατάσταση του ΕΣΥ πέντε χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο. Απαριθμώντας ενδεικτικά τα προβλήματα:
Α. Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ)
Μια από τις κακοδαιμονίες του ΕΣΥ είναι το γεγονός ότι το σύστημα είναι έντονα νοσοκομειοκεντρικό. Η νοσοκομειακή περίθαλψη δεσμεύει το 47% της συνολικής δαπάνης για την υγεία, έναντι 31% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Αντιθέτως, η δαπάνη για την πρωτοβάθμια περίθαλψη κυμαίνεται σε 20% της συνολικής δαπάνης, έναντι 31% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Η κατάσταση αυτή έχει επιδεινωθεί δεδομένου ότι η δημόσια δαπάνη έχει μειωθεί κατά 38,5% και η ιδιωτική κατά 57,5%. Την ίδια στιγμή η παρατεταμένη οικονομική κρίση και ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος οδήγησαν σε στροφή των ασθενών προς τα δημόσια νοσοκομεία (αύξηση κατά 28% κατά την περίοδο 2009-2013).
Παρόλο που ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι η ΠΦΥ αποτελεί τον κορμό του συστήματος υγείας, παρόλο που κάθε Υπουργός Υγείας (26 τον αριθμό από το 1981 μέχρι σήμερα) έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος ΠΦΥ, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα, με 4 επισκέψεις ανά κάτοικο, εμφανίζει την 6η χαμηλότερη χρησιμοποίηση υπηρεσιών εξωνοσοκομειακής περίθαλψης (OECD, 2011). Η μεταρρύθμιση του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ, Ν. 4238/2014, ΦΕΚ Α’ 38/17-2-2014) δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και οδήγησε σε πλήρη αποδιοργάνωση των δημόσιων δομών που υπήρχαν στα αστικά κέντρα και σε υποκατάσταση υπηρεσιών ΠΦΥ από νοσοκομειακές υπηρεσίες υψηλότερου κόστους. Από τους 5.500 περίπου ιατρούς που διέθεταν οι πρώην Υγειονομικές Μονάδες ΙΚΑ –ΕΟΠΥΥ και νυν Μονάδες ΠΕΔΥ της χώρας, λιγότεροι από 2.500 υπηρετούν αυτή τη στιγμή, με το Υπουργείο να προκηρύσσει θέσεις επικουρικών ιατρών, για να καλυφθούν οι ανάγκες. Μάλιστα, η έλλειψη ιατρών κρίσιμων ειδικοτήτων από τις Μονάδες ΠΕΔΥ, όπως είναι εκείνες του παιδίατρου, οφθαλμίατρου κλπ και η διάλυση των εργαστηρίων οδηγεί σε απόγνωση τους ασθενείς και σε ανεξέλεγκτη μεταφορά δημόσιων πόρων στον ιδιωτικό τομέα.
Κάθε μήνα –τους τελευταίους έντεκα- η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. εξαγγέλλει ότι τον επόμενο θα κατατεθεί προς διαβούλευση και ψήφιση νομοσχέδιο με σαρωτικές αλλαγές στην ΠΦΥ. Μάλιστα, κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2015 ο Υπουργός Υγείας, κ. Ξανθός, έκανε λόγο για «ανάπτυξη ενός Εθνικού Δικτύου Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε όλη τη χώρα που θα βασίζεται στις αποκεντρωμένες μονάδες υγείας γειτονιάς, στα Κέντρα Υγείας αστικού και αγροτικού τύπου, στον οικογενειακό γιατρό με συγκεκριμένο πληθυσμό ευθύνης και στην διεπιστημονική ομάδα υγείας… Οι γιατροί και οι υπόλοιποι επαγγελματίες υγείας της ΠΦΥ προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με βάση συμβόλαιο καθηκόντων και υποχρεώσεων, η εξέλιξη και παραμονή τους στο Εθνικό Δίκτυο ΠΦΥ κρίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με βάση συγκεκριμένους ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες καλής πρακτικής και αποτελεσματικής φροντίδας των πολιτών. Σε 1η φάση το δίκτυο της ΠΦΥ θα αναπτυχθεί σταδιακά σε 3-4 αστικές περιοχές της χώρας, σε συνεργασία με τις κοινωνικές δομές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δημοτικά Ιατρεία, Βοήθεια στο Σπίτι, ΚΑΠΗ, ΚΗΦΗ) και με τη συνδρομή των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων…».
Η αναμόρφωση της ΠΦΥ είναι επιτακτική ανάγκη. Το οργανωτικό, διοικητικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο οφείλει να προσαρμοσθεί στην «τεχνολογία των δικτύων πρωτοβάθμιας φροντίδας» και στην αλλαγή παραδείγματος προς την κατεύθυνση της «Ολικής Διακήρυξης της Alma-Ata» του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη Στρατηγική Υγείας για όλους με βάση την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και τη δημόσια υγεία σε μια σύγχρονη, τεχνολογική και προηγμένη εκδοχή. Στον πυρήνα αυτού του εγχειρήματος βρίσκεται ο οικογενειακός γιατρός ως γιατρός πρώτης επαφής. Πρόκειται για θεσμό που έχει προβλεφθεί νομοθετικά στο άρθρο 5 του Ν.4238/2014 (ΦΕΚ 38, τ.Α’/17-02-2014) «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις». Παρά το γεγονός ότι στην παρ. 7 του άρθρου 5 και στην παρ. 8 του ίδιου άρθρου προβλέπεται η έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων, καμία δεν έχει ακόμα εκδοθεί, καθιστώντας το νέο σύστημα ανεφάρμοστο και αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι στο χώρο της Υγείας πολλά νομοθετούνται, αλλά λίγα υλοποιούνται.
Β. Δημόσια Νοσοκομεία
Η λειτουργία των περισσότερων δημόσιων νοσοκομείων είναι οριακή, δεδομένου ότι από το 2009 η κρατική χρηματοδότηση έχει μειωθεί κατά 70% περίπου. Άλλωστε, καθ’ ομολογία του ίδιου του Υπουργού Υγείας το ΕΣΥ «κινδυνεύει με λειτουργικό μπλακ άουτ». Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των νοσοκομείων έχουν πάρει την ανιούσα τους τελευταίους μήνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τον Ιούλιο αυξήθηκαν κατά 94,2%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του προϋπολογισμού. Χιλιάδες προμηθευτές παραμένουν απλήρωτοι, με αποτέλεσμα οι Διοικήσεις να αδυνατούν να προμηθευτούν ακόμα και τα απολύτως αναγκαία αναλώσιμα.
Και όλα δείχνουν ότι το 2016 τα οικονομικά των νοσοκομείων θα επιδεινωθούν, καθώς θα «ψαλιδιστούν» άλλα 362 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης για το 2015 είχε προϋπολογιστεί στο 1,388 δις. ευρώ, το 2016 περιορίζεται στο 1,026 δις. ευρώ. Προβλέπονται, ωστόσο, -άγνωστο πώς θα υλοποιηθούν- αυξημένες μεταβιβάσεις από τα ασφαλιστικά Ταμεία (900 εκατομμύρια έναντι 700 εκατομμυρίων το 2015). Την ώρα που ο ΕΟΠΥΥ οφείλει πάνω από 1,8 δις. ευρώ (τον Αύγουστο του 2015), στον προϋπολογισμό γίνεται λόγος για ταμειακό πλεόνασμα 9 εκατομμυρίων ευρώ το 2015 έναντι πλεονάσματος 24 εκατομμυρίων που είχε προβλεφθεί. Για το 2016 εκτιμάται ότι θα υπάρξει έλλειμμα της τάξης των 139 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 787 εκατομμυρίων. Οι στόχοι αυτοί βασίζονται στην προσδοκία για αυξημένα έσοδα, ως αποτέλεσμα της αύξησης του ποσοστού εισφορών κλάδου Υγείας από 4% σε 6% στις επικουρικές συντάξεις, η οποία αναμένεται να αποδώσει 711 εκατομμύρια το 2016 και 355 εκατομμύρια το τρέχον έτος. Στον αντίποδα, τα έξοδα του προϋπολογισμού προβλέπονται αυξημένα κατά 823 εκατομμύρια ευρώ, κυρίως λόγω της αύξησης των λοιπών δαπανών ασθένειας, των προγραμμάτων απασχόλησης, των προνοιακών παροχών και των δαπανών που αφορούν προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών από τα δημόσια νοσοκομεία.
Σχετικά με την φαρμακευτική δαπάνη στα νοσοκομεία, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), από το 2009 μέχρι το 2015 η φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε περίπου κατά 60%. Αναλυτικότερα, το 2009 η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη ήταν 1,252 δισεκατομμύρια ευρώ, το 2010 1,084 δισ. ευρώ, το 2011 έπεσε στα 832 εκατομμύρια ευρώ, το 2012 στα 761 εκατ. ευρώ, το 2013 μειώθηκε έτι περαιτέρω στα 642 εκατ. ευρώ, το 2014 σε 543 εκατ. και το 2015 σε 495 εκατ. ευρώ. Η δαπάνη από 1,252 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 θα φτάσει τα 530 εκατομμύρια το 2018, μειούμενη δηλαδή κατά 58% σε εννέα χρόνια.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 4346/2015 (ΦΕΚ A’ 152/20-11-2015), Επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις) «Καθιερώνεται μηχανισμός αυτόματης επιστροφής (claw back) για την ενδονοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη. Το όριο δαπανών
των δημόσιων νοσοκομείων για τη φαρμακευτική δαπάνη, πέραν του οποίου εφαρμόζεται ο μηχανισμός αυτόματης επιστροφής (claw back), ορίζεται σε πεντακόσια εβδομήντα εκατομμύρια (570.000.000,00) ευρώ για το έτος 2016, σε πεντακόσια πενήντα εκατομμύρια (550.000.000,00) ευρώ για το έτος 2017 και σε πεντακόσια τριάντα εκατομμύρια (530.000.000,00) ευρώ για το έτος 2018, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Οποιαδήποτε φαρμακευτική δαπάνη υπερβαίνει τα παραπάνω καθορισθέντα όρια, επιστρέφεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες ή τους κατόχους αδείας αγοράς και καταβάλλεται σε ειδικό λογαριασμό που ορίζεται από τον Υπουργό Υγείας ή συμψηφίζεται από το Υπουργείο Υγείας με ισόποσες οφειλές για την προμήθεια φαρμακευτικών προϊόντων». Στον προϋπολογισμό όμως των νοσοκομείων, αναφέρεται ότι για το 2016 η δαπάνη θα είναι 707 εκατ. ευρώ. Τελικά, τι ισχύει από τα δύο; Συνεχίζει το Υπουργείο να καταρτίζει προϋπολογισμούς πλασματικούς που θα αλλάξουν με την πρώτη ευκαιρία; Ή συνεχίζεται ο γνωστός τρόπος νομοθέτησης με τα αναρίθμητα λάθη που διορθώνονται ανά είκοσι ημέρες;
Το Ποτάμι έχει τονίσει ότι με το claw back η υπέρβαση του προϋπολογισμού δεν λειτουργεί ως αντικίνητρο για το νοσοκομείο. Επιβαρύνει τους προμηθευτές χωρίς διάκριση. Επιπλέον, το νοσοκομείο μπορεί να χρησιμοποιεί ακριβά φάρμακα και πρωτότυπα αντί γενοσήμων. Η υπέρβαση του προϋπολογισμού απλά επιβαρύνει τον προμηθευτή μέσω claw back. Αρκεί η έγκριση της υπέρβασης του προϋπολογισμού από τον Υπουργό και οι προμηθευτές θα επωμιστούν το βάρος της υπέρβασης. Έτσι, η προσπάθεια ελέγχου της χρήσης ακριβών φαρμάκων και της κατάχρησης και ο στόχος της εισαγωγής γενοσήμων ουσιαστικά ακυρώνεται. Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος ελλείψεων και απόσυρσης φαρμάκων ή τεχνητών ελλείψεων. Ήδη, υπάρχει απροθυμία εισαγωγής ακριβών φαρμάκων λόγω των μακροχρόνιων οφειλών νοσοκομείων και ΕΟΠΠΥ. Ο έλεγχος της φαρμακευτικής δαπάνης πρέπει να γίνει μέσω της εφαρμογής θεραπευτικών πρωτοκόλλων και συγκεκριμένων κινήτρων εντός των νοσοκομείων. Οι οριζόντιες λογικές αυτού του τύπου επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ασφάλεια των ασθενών. Οδηγούν σε ελλείψεις απαραίτητων φαρμάκων από τη μία και σε ενίσχυση της κατανάλωσης ακριβών σκευασμάτων από την άλλη.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η οριζόντια μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης των τελευταίων ετών έχει προκαλέσει πάμπολλα προβλήματα, και δη σε ευαίσθητες ομάδες ασθενών, όπως οι καρκινοπαθείς. Αυτή ήταν μία από τις διαπιστώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου Ασθενών που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, το 32% των ογκολογικών ασθενών δεν έχει πρόσβαση σε γιατρό και το 28% στα φάρμακά του, ενώ είναι εκατοντάδες αυτοί που αναγκάζονται να διακόψουν τη θεραπεία τους. Στον Άγιο Σάββα η λίστα αναμονής φτάνει τους 8 μήνες (ειδικά στην κλινική Μαστού ξεκινά από τις 190 ημέρες) και στο Μεταξά το λιγότερο τους τρεις μήνες. Οι ασθενείς περιμένουν σε ουρές, για να προμηθευτούν τα φάρμακα των χημειοθεραπειών τους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, ενώ παρατηρούνται συχνά ελλείψεις σκευασμάτων, με αποτέλεσμα να αναβάλλονται ήδη χημειοθεραπείες σε νοσοκομεία της Λάρισας, του Ηρακλείου και των Πατρών. Επιπλέον, στο Λαϊκό Νοσοκομείο οροθετικοί ασθενείς έχουν μείνει εδώ και τρεις εβδομάδες χωρίς αντιρετροϊκά φάρμακα, αφού δεν υπάρχουν τα χρήματα για να τα προμηθευτούν. Το νοσοκομείο χρειάζεται 500.000 ευρώ το χρόνο για τους οροθετικούς ασθενείς και 800.000 για τους αιμορροφιλικούς. Ωστόσο, ενώ περίμενε τρία εκατομμύρια ευρώ την τελευταία εβδομάδα, έλαβε μόλις 700.000 ευρώ, τα οποία αρκούν για το 1/6 των αναγκών που έχει το νοσοκομείο για τον Δεκέμβριο. Σε οριακό σημείο είναι και ο Ευαγγελισμός που έχει δει τη δαπάνη για φάρμακα να κάνει βουτιά μόνο την τελευταία τριετία κατά 25% από τα 32 εκατ. ευρώ που ήταν το 2013 και το 2014 στα 24 εκατ. ευρώ το 2015. Με εσωτερική κατανομή κονδυλίων κατάφερε τον τελευταίο μήνα να εξασφαλίσει περίπου 300.000 ευρώ, τα οποία βέβαια αρκούν μόνο για επείγουσες ανάγκες. Ωστόσο, πλέον είναι αδύνατες ακόμα και οι εσωτερικές μετακινήσεις κονδυλίων, καθώς τελειώνει η χρονιά και μαζί τα χρήματα από όλους τους κωδικούς.
Βi) Η κομματοκρατία στις Διοικήσεις των Νοσοκομείων
Ο τέως Υπουργός Υγείας χαρακτήρισε δίχως περιστροφές τους Διοικητές και Αναπληρωτές Διοικητές νοσοκομείων «πολιτικά πρόσωπα» και απαίτησε εγγράφως να παραιτηθούν (αριθμός πρωτοκόλλου Οικ. 2589, 16/04/2015). Παρά τα προβληματικά του σημεία, ο ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41/τ. Α’/01-03-2012) ρητά απαγορεύει τους απευθείας διορισμούς και επιβάλλει την αξιοποίηση των στελεχών που πέρασαν από τη διαδικασία αξιολόγησης. Για να αποφύγει το σκόπελο του νόμου, ο τέως Υπουργός με εκπρόθεσμη τροπολογία (αρ.πρωτ.: 178/67 23-06-2015), κατατεθειμένη σε μη συναφές νομοσχέδιο («Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Ελληνικής ιθαγένειας κλπ») προέβη σε κατάργηση της επιτροπής της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4052/2012 που εισηγείται στον Υπουργό Υγείας το διορισμό ή τη διακοπή της θητείας των Διοικητών και Αναπληρωτών Διοικητών των Νοσοκομείων και απέκτησε εξουσιοδότηση για διακοπή, λήξη θητείας ή παύση των υφιστάμενων και διορισμό νέων. Ειδικότερα, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 4332/2015 (ΦΕΚ 76/Α/09-07-2015) «Με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας είναι δυνατή οποτεδήποτε η διακοπή λήξη θητείας ή παύση Διοικητών ή Αναπληρωτών Διοικητών των νοσοκομείων, αζημίως για το Δημόσιο, καθώς και ο ορισμός νέων Διοικητών και Αναπληρωτών Διοικητών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Στην απόφαση διακοπής, λήξης θητείας ή παύσης Διοικητή ή Αναπληρωτή Διοικητή νοσοκομείου μπορεί να ενσωματώνεται και η απόφαση διορισμού του αντικαταστάτη τους. Η θητεία των Διοικητών και Αναπληρωτών Διοικητών ορίζεται διετής».
Η τροπολογία Κουρουμπλή ουσιαστικά αντιγράφει την παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 3252/2004 (ΦΕΚ Α, 132/2004), που ψηφίστηκε επί Υπουργίας του κ. Ν. Κακλαμάνη, σύμφωνα με την οποία «Από τη δημοσίευση του νόμου λήγει αυτοδικαίως και αζημίως για το Δημόσιο η θητεία είτε αυτή καθορίζεται από συγκεκριμένη διάταξη είτε απορρέει από σύμβαση των Προέδρων των Πε.Σ.Υ.Π., των Αναπληρωτών Γενικών Διευθυντών Πε.Σ.Υ.Π., των Διοικητών των Νοσοκομείων ΕΣΥ και των Αναπληρωτών Διοικητών των Νοσοκομείων ΕΣΥ». Τότε, περίπου 120 Διοικητές και Αναπληρωτές Διοικητές, που απομακρύνθηκαν, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι αιτήσεις ακυρώσεως των Διοικητών των νοσοκομείων κατά των αποφάσεων του τότε Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης περί «αυτοδίκαιης λύσης της θητείας τους» είχαν ως νομική βάση την παράβαση της συνταγματικής αρχής της μονιμότητας (άρθρο 103 παρ. 4Σ), την αντίθεση στην επαγγελματική και δικαιοπρακτική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1Σ), την αντισυνταγματικότητα της αναδρομικής ισχύος, την αντίθεση στη συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, και την αντίθεση με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα δικαιώματά τους δεν μπορούσαν να θιγούν, πολύ δε περισσότερο αζημίως για το Δημόσιο, καθώς «ο Διοικητής Νοσοκομείου του ΕΣΥ δεν προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά καταλαμβάνει οργανική θέση σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με σχέση δημοσίου δικαίου και δεν εμπίπτει στην έννοια του μετακλητού υπαλλήλου, θεωρείται μόνιμος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος… Δεν μπορεί να απολυθεί χωρίς τις εγγυήσεις που προβλέπονται στις παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος…» (οράτε ενδεικτικά ΣτΕ 594/2008, 927/2006). Στη συνέχεια, οι «απολυμένοι» προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια διεκδικώντας αποζημιώσεις. Για την ακρίβεια διεκδίκησαν και πέτυχαν την καταβολή των αποδοχών τους ως τη συμβατική λήξη της θητείας τους, καθώς όταν «απολύθηκαν» δεν είχε λήξει το πενταετές συμβόλαιο που είχαν υπογράψει.
Σήμερα, ελλοχεύει ο κίνδυνος να επαναληφθεί η ιστορία. Άλλωστε, ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας, ακολουθώντας πιστά την τακτική των προκατόχων του, ομιλεί περί «πολιτικών προσώπων» και μαζικών απομακρύνσεων. Ειδικότερα, η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας έδωσε πριν από λίγες εβδομάδες εντολή στις Υγειονομικές Περιφέρειες να αξιολογήσουν τους Διοικητές των νοσοκομείων, χωρίς να υπάρξει καμία ενημέρωση για τα κριτήρια αξιολόγησης.
Πολλοί νυν Διοικητές δηλώνουν αποφασισμένοι να στραφούν εναντίον των Υγειονομικών Περιφερειών με αγωγές και μηνύσεις. Στο μεταξύ, επειδή στο Μνημόνιο 3 (ν. 4336/2015, ΦΕΚ Α’ 94/14-08-2015) υπάρχει ρητή απαίτηση για «τροποποίηση του ν. 4332/2015 για την κατάργηση μέρους του ν. 4052/2012 (αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση του τομέα της υγείας στο πλαίσιο του ΜΣ) για τον διορισμό ανώτατων διευθυντικών στελεχών στα νοσοκομεία» στο πλαίσιο της «αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης», η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας με απόφαση δημοσιευμένη στη διαύγεια (A1β/Γ.Π.οικ.: 85701, 10/11/2015) προέβη σε τροποποίηση της σύνθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης των υποψηφίων Διοικητών και Αναπληρωτών Διοικητών των νοσοκομείων του ΕΣΥ όλης της χώρας. Έργο της Επιτροπής είναι η αξιολόγηση των νυν Διοικητών και Αναπληρωτών Διοικητών σε «συνέχεια των Εκθέσεων Αξιολόγησης των Διοικητών των οικείων Υγειονομικών Περιφερειών», σύμφωνα με την υπουργική απόφαση. Βεβαίως, και πάλι δεν γίνεται καμία αναφορά στα κριτήρια αξιολόγησης. Εξάλλου, με εύσχημο τρόπο το Υπουργείου Υγείας έδειξε την πρόθεσή του για απομάκρυνση όλων των Διοικητών με την κατάθεση της τροπολογίας (αρ. πρωτ. 37/23, 04/11/2015), σύμφωνα με την οποία μπορούν τα νοσοκομεία να λειτουργούν ακόμη και χωρίς Διοικητή, καθώς στην περίπτωση που ένα νοσοκομείο είναι ακέφαλο, τη θέση του Διοικητή μπορεί να λάβει ο Διευθυντής των Οικονομικών Υπηρεσιών μέχρι να διορισθεί νέα Διοίκηση.
Το Υπουργείο Υγείας συνεχίζει με τη γνωστή εμμονή της επιλογής Διοικητών με κομματικά κριτήρια και της αξιολόγησης των υπαρχόντων με άγνωστα κριτήρια. Αδιαφορεί, βέβαια, για το γεγονός ότι για να διορίσει «το δικά της παιδιά», η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου επιβαρύνει οικονομικά το ελληνικό Δημόσιο εν γνώσει της, δεδομένου ότι την ίδια στιγμή πληρώνονται οι νέοι Διοικητές και αποζημιώνονται οι «απολυμένοι».