ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΜΑΔΑ ΡΙΟΛΟΣ
Εδώ δεν διαβαίνει πια ο Λάζαρος, ούτε καλησπερίζει κανέναν στις ρούγες.
Κι οι νιόγαμπροι δεν φέρνουν βάγια στον Αγιάννη, για να προϋπαντήσουν τον ερχόμενο. Μένει μουγκό το «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…» κι η πόρτα του ληστή και του Πιλάτου ερμητικά κλειστή. Ο Νυμφίος και η Κασσιανή παραμερίζουν βιαστικά και δίνουν τη θέση τους στον λυγμό των Παθών. Ο Ναζωραίος κρεμάται επί ξύλου μαζί με κάμποσα πλαστικά στεφάνια και μετά την Αποκαθήλωση ακολουθεί βαριεστημένα το ξόδι του. Αργά το βράδυ κρυφακούει σκαμμένα πρόσωπα να μιλούν για τα κρίματα του κόσμου, πάνω από αδειανά ρακοπότηρα στα ίδια πάντα καφενεία. Στη μέσα τσέπη του σακακιού μου νεκράνθεμα από τον Επιτάφιο, ταπεινές βιολέτες, που σε λίγο θα ξεραθούν και ό,τι σώθηκε από την μαγγανεία της Μεγάλης Παρασκευής ανταριάζει τα μάγουλα των κοριτσιών, που μεγάλωσαν και έγιναν μανάδες. (Στο μεταξύ, όλα κουρασμένα, θαρρείς, από την αέναη επανάληψη, ετοιμάζονται για τη γιορτή : σφαγμένος ο «λαμπριώτης» στο τσιγκέλι, τα κόκκινα αυγά και τα λαμπροκούλουρα στα πανέρια…καλοσιδερωμένα ρούχα στην κρεμάστρα προσμένουν να ντύσουν κορμιά, για να λάμψουν… ασπρισμένες οι αυλές ξορκίζουν το αναπάντεχο και τα λουλούδια, που δεν κόπηκαν συνεχίζουν να ελπίζουν…) Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός, όπως του πρέπει, με το καντήλι να καίει για τους νεκρούς, που εξαγόρασαν τη δικαίωσή τους μ’ ένα τσουρούτικο δάκρυ… Πασχίζω να βρω την άκρη της κλωστής από τα περασμένα ,πριν γίνουν ανάλαφρο φολκλόρ στην εξορία της μνήμης και αναζητώ τα άσπρα παπουτσάκια της Λαμπρής, που πρωτοφορέθηκαν στον εσπερινό της Αγάπης, σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες του ’60, που ξεθώριασαν στο συρτάρι. Πολιορκημένος από μιαν άνοιξη μικρή, βαθιά …. σχεδόν ασήκωτο το βάρος της και οι ομορφιές της… Αιτία και αφορμή για την Ανάσταση!