ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ
Σε μια υπερφορολογούμενη, καταχρεωμένη, και υπό κατάρρευση χώρα, η δημοσιοποίηση από το υπουργείο Οικονομικών των στοιχείων των επιχειρήσεων που χρωστούν στο ελληνικό Δημόσιο ηχεί τουλάχιστον σαν κακόγουστο αστείο.
Είναι κομμάτι ροκ να λες ως κράτος ότι «αυτοί μου χρωστάνε» όταν σε συνθήκες απόλυτης κρίσης, με την πραγματική οικονομία να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, έχεις οδηγήσει με την υπερφορολόγηση μια ολόκληρη κοινωνία στην εξόντωση.
Όταν καθιερώθηκε η δημοσιοποίηση αυτών που χρωστάνε είχε μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα: την κοινωνική διαπόμπευση, τρόπο τινά, των πάσης φύσεως μπαταχτσήδων έναντι αυτών που ήταν φορολογικά συνεπείς.
Ωστόσο, στις μέρες μας, αυτό πλέον δεν μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα για να δικαιολογεί μια τέτοια πρακτική. Όχι ότι ανέκαθεν δεν υπήρχαν επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα που εκ συστήματος δεν πλήρωναν. Και όχι ότι και τώρα δεν υπάρχουν επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα που ενώ είναι σε θέση να πληρώνουν τους φόρους τους δεν το κάνουν, «αξιοποιώντας» τη γενικότερη δυσμενή συγκυρία.
Όμως, είναι απολύτως σίγουρο ότι μεταξύ των πολλών επιχειρήσεων που βγήκαν στα… μανταλάκια υπάρχουν και εταιρείες οι οποίες ήταν μέχρι πρότινος υγιείς οικονομικά, αλλά κάποια στιγμή δεν άντεξαν και τίναξαν τα πέταλα, αδυνατώντας πλέον να πληρώσουν.
Και είναι επίσης απολύτως βέβαιο ότι, όσο περνά ο καιρός, το «κλαμπ» των επιχειρήσεων (όσων ακόμη βρίσκονται εν ζωή), που θα χρωστάνε και της Μιχαλούς, θα μεγαλώνει διαρκώς.
Ως εκ τούτου, και αντί να δημοσιοποιούν τα στοιχεία των επιχειρήσεων που χρωστούν στο Δημόσιο, από το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μια ανάλογη πρακτική, διαμετρικά όμως αντίθετου χαρακτήρα, δίνοντας στη δημοσιότητα τα ονόματα αυτών που δεν χρωστάνε ούτε ευρώ. Εάν βέβαια υπάρχουν, και όσο εξακολουθούν να υπάρχουν.
Αυτή θα ήταν και η μεγαλύτερη ηθική επιβράβευση για εκείνες τις επιχειρήσεις που καταφέρνουν να επιβιώνουν σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και στέκονται στα πόδια τους, κόντρα σε θεούς και δαίμονες.