Κείμενο του Βασίλη Γκοτσόπουλου
προέδρου του δημοτικού συμβουλίου
δήμου δυτικής Αχαΐας
ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΕΦΕΥΓΑ…
Όχι γιατί δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα. Όχι επειδή υπάρχει κρίση. Όχι επειδή οι δουλειές είναι δύσκολες. Όχι επειδή με ζορίζει το δάνειο. Όχι γιατί κουράστηκα από την λιτότητα. Αλλά επειδή ζω σε μια χώρα που οι συμπολίτες μου μάλλον δεν αγαπούν τελικά, διότι αγάπη χωρίς σεβασμό δεν υπάρχει. Και δεν αναφέρομαι στους φοροφυγάδες, στους επαγγελματίες συνδικαλιστές, στα πάσης φύσεως αρπακτικά.
Αναφέρομαι σε μια πολύ ποίο μεγαλύτερη κατηγορία ανθρώπων. Που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ζήσει εις βάρος των υπολοίπων, που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο την βολή της και την πάρτη της, τα συμφέροντά της και μόνο αυτά, αδιαφορώντας παντελώς για ότι κοινό και αν με την συμπεριφορά της ενοχλεί και βλάπτει τους υπόλοιπους συμπολίτες.
Που δεν τηρεί κανέναν κανόνα – ούτε καν τους στοιχειώδεις της καλής συμπεριφοράς – και δεν έχει και κανέναν σκοπό να τους τηρήσει ποτέ. Που περιμένει πάντα από κάποιον άλλον, κάποιον αόριστο τρίτο, συνήθως αυτός λέγεται κράτος, δήμος, γειτονιά, κοινωνία, όταν αυτός δεν λέγεται μαλάκας, να κάνει τα πάντα για λογαριασμό του, από το ποίο απλό μέχρι το ποίο σύνθετο, από το να του βρει δουλειά μέχρι να του καθαρίσει την αυλή από τα σκουπίδια.
Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος. Δεν λέει ποτέ καλημέρα, παρακαλώ κι ευχαριστώ. Πετάει τα σκουπίδια του όπου βρει αρκεί να μην είναι στον χώρο του. Αγνοεί επιδεικτικά την ουρά παντού και πάντα κι αν του το υπενθυμίσει κανείς ενοχλείται μεγαλοφώνως και σχολιάζει αρνητικά όσους του το υπενθυμίζουν. Θα οργώσει μέχρι και τον δρόμο αλλά θα κατηγορεί τον γείτονα που κάνει το ίδιο. Φράζει το οικόπεδο του καταπατώντας το πεζοδρόμιο ή ακόμα και τον δρόμο. Το οικόπεδο του που είναι μακρυά από το σπίτι του είναι η αποθήκη του και στα παλιά του τα παπούτσια αν στο γειτονικό σπίτι έχουν θέα σε όλη την σαβούρα ή αν ενοχλούν οι διάφορες οσμές από τις ακαθαρσίες που μαζεύονται σε αυτό. Καπνίζει όπου βρει είτε απαγορεύεται είτε όχι γιατί έτσι γουστάρει. Βγάζει τον σκύλο βόλτα και δεν διανοείται να μαζέψει τις ακαθαρσίες του. Ακούει πως κάτι καλό έγινε κι αντί να χαρεί, ψάχνει να βρει τον λάκκο στη φάβα. Κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα και δεν χάνει ευκαιρία να κουτσομπολέψει τον γείτονα, πολλές φορές λέγοντας ψέματα αρκεί να το μειώσει.
Δεν τον μπορώ άλλο στην καθημερινότητά μου. Έχει καταστρέψει την πατρίδα μου. Είναι μίζερος και κινδυνεύω να με πάρει μπάλα η μιζέρια του. Ναι, λοιπόν. Αν ήμουν δεκαοκτώ, είκοσι, εικοσιοκτώ, ακόμα και τριανταοκτώ, θα έψαχνα να φύγω. Και θα έφευγα όχι για μια καλύτερη δουλειά, όχι για περισσότερα λεφτά, αλλά για να ξαναβρώ την ποιότητα της καθημερινότητάς μου. Τις αξίες της οργανωμένης κοινωνίας που θα ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου, της συλλογικής εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού.
Τη χαρά του να είμαι σε μία κοινωνία που ο διπλανός μου θα με σέβεται και θα με υπολογίζει, που θα κινούμε με ασφάλεια στο δρόμο, που θα παίρνω το λεωφορείο στην ώρα του, που θα μου λέει καλημέρα ο υπάλληλος κάθε υπηρεσίας ή επιχείρησης με την οποία θα έχω καθημερινή επαφή και συνεργασία. Κι ας ήταν γκρίζος ο ουρανός κι ας μην είχε θάλασσα ή μου έλειπαν οι συγγενείς και φίλοι.Το τίμημα που πληρώνουμε για όλα αυτά είναι τεράστιο.
Έτσι ακριβώς νιώθουν οι περισσότεροι λογικοί, ευπρεπείς και σοβαροί άνθρωποι σε αυτό τον τόπο, σε αυτή την κοινωνία. Εδώ όπου η δοκιμασία μας δεν είναι μόνο οικονομική. Μακάρι να ήταν. Τότε ίσως να μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε. Είναι κυρίως δοκιμασία στις αξίες, στο ήθος, στους καλούς τρόπους, στην κοινωνικότητα, στην συμπεριφορά, στην σωστή ανατροφή μας. Πολύ φοβάμαι ότι ζούμε στην Ελλάδα της βαθιάς παρακμής. Ίσως να βιώνουμε τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας. Γιαυτό ας εργαστούμε λοιπόν όλοι μας για να αλλάξει αυτή η κατάσταση.