Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου
Μια βαθιά, απέραντη σιωπή έριξε στην Πάτρα πριν το «αντίο» ο χρόνος που έφυγε, σκιάζοντας και αυτόν που ήρθε, όπως τα σώματα όταν περνούν μπρος απο το φως και γράφουνε στους δρόμους το γρήγορο πέρασμά τους.
Μια σκιά νεανική, έσβησε στην άκρη του ίδιου δρόμου που κάποτε τον έκανε να λάμπει, θυμίζοντας πάνω στην αλλαγή, την τραγική πορεία του εφήμερου, λέξη που έχει ο άνθρωπος βαρίδι από την ώρα που φέρνει μια στροφή γύρω απο τον ομφάλιο λώρο του μέχρι την ώρα που αναχωρεί, ώρα που ποτέ του δεν την ξέρει, για έναν βέβαιο προορισμό, τον μόνο.
Αλλιώς όμως σπαράζει η καρδιά της πόλης όταν αυτή τη διαδρομή την τρέχει ένα παιδί, αλλιώς ξεκουρντίζεται το ρολόι της όταν νύχτα γιορτής, πέφτει πάνω σε ένα «γιατί;» που ποτέ δεν θα απαντηθεί από κανέναν, μιας και η τραγωδία είναι συνώνυμη του ανθρώπου, πάντα παρούσα, πάντα με μόνο λόγο την κραυγή.
Δεν μπορώ να διανοηθώ πόσο πόνο επεφύλλασσε η ζωή σε εκείνο το ωραίο κορίτσι που κάποτε έκανε το προαύλιο του σχολείου να αστράφτει, ούτε μπορώ να μετρήσω το εύρος της απώλειας που ράγισε την αλλαγή του χρόνου και εγκατέστησε έναν κόμπο στο στομάχι μας θυμίζοντάς μας ότι τα παιδιά δεν έχουν μόνο δύο γονείς, είναι όλων.
Σιωπή, απέραντη σιωπή για τον Αλκίνοο που φεύγοντας για τον ουρανό, ακούει μόνο τις καρδιές να τον αποχαιρετούν απορρυθμισμένες. Ο θάνατος δεν έχει μουσική όταν χορεύει με έναν 20χρονο.
Έχει μόνο κρότο.
Μαρίζα, Μάρκο, δεν είστε μόνοι σε τούτο το “αντίο”.