“Ριόλος Πάτρα – Αναμνήσεις από τα κάλαντα ( Από την «Κοινότητα» στην «Ιδιωτικοποίηση» ) [ Η πρώτη μας συμμετοχή σε “εταιρεία” ( ζυγιά ) και τα πρώτα μας λεφτά ]” Ένα ακόμη “ταξίδι” στην ιστορία από τον Κώστα Νιφορόπουλο και την ομάδα ΡΙΟΛΟΣ:
[ Προσωπικές διηγήσεις από : Dimitris Thanasas – Tota Vavarouta – Angeliki Thanasa – Αναρτήθηκαν στην σελίδα μας τα προηγούμενα χρόνια ]
« Την εποχή που πηγαίναμε σχολείο εμείς οι λίγο ή πιο πολύ παλιότεροι, δηλαδή δεκαετία του ‘50 και αρχές του ΄60 ( φύγαμε από το χωριό τον Σεπτέμβρη του 64), τα κάλαντα τα έλεγαν ΜΟΝΟ δυό ζυγιές από παιδιά του σχολείου. Το χωριό το χωρίζαμε σε δυό κομμάτια, το ένα ο Αη Γιώργης, ήταν από τον κεντρικό δρόμο και νότια προς τη Μόβρη, η άλλη το Παραδείσι, από τον κεντρικό δρόμο και προς τον κάμπο. Η αμοιβή ήταν και σε είδος, αυγά ή λάδι. Πίσω από κάθε ζυγιά πήγαιναν δυο μεγάλοι που μάζευαν τα είδη αυτά. Όλα τα έσοδα πήγαιναν στο σχολικό ταμείο, για να αγοράσουμε χάρτες, μελάνι ( δεν υπήρχαν τότε στυλό, γράφαμε με πένες) κλπ και μια πλαστική μπάλα, για το ποδόσφαιρο. Πρώτη φορά που βγήκε για τα κάλαντα “ιδιωτική ζυγιά” ήταν όταν ήρθε στο χωριό η οικογένεια Λινάρδου. Τα λιναρδάκια είχαν μάλιστα φτιάξει και ένα καράβι, και έλεγαν τα κάλαντα. Το ίδιο συνέβαινε και το Πάσχα, με τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ».
( Από ανάρτηση του Δημήτρη Θ. Θανασά )
« Την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων ξυπνάγαμε «μια ώρα νύχτα», αχάραγα,(μην μας προλάβουν άλλες ζυγιές παιδιών), ντυνόμασταν βαριά και φοράγαμε και τις γαλοτσούλες μας και ξεκινούσαμε να πούμε τα κάλαντα, «Καλήν ημέραν ,άρχοντες… ,Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά…, Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός..». Βρίσκαμε τις νοικοκυράδες με τα νυχτικά ακόμα ή να καίνε τον φούρνο. Τα αστεία εναλλάσσονταν με τις ευχές και τα φιλέματα. Τι έξαψη ήταν αυτή που νιώθαμε! Μαζεύαμε δεκάρες, εικοσάρες, πενηντάλεφτα, άντε και κανένα φράγκο. Το πιο μεγάλο «λεφτό» μας το έδινε ο μπαρμπα- Ντίνος Πετρόπουλος. Τέλος, μοιράζαμε μεταξύ μας τα λεφτά. Γυρίζαμε σπίτι, ανεβαίναμε στο παραγώνι και «τα λέγαμε» κι εκεί! Όλα τα κέρματα έμπαιναν στον πήλινο κουμπαρά μας και αβγάτιζαν με τα κάλαντα του Πάσχα! Μέχρι το Πανηγύρι του Σεπτέμβρη θα είχαμε ένα καλό κομπόδεμα να ξοδέψουμε στους πάγκους των παιχνιδιών!
( Από ανάρτηση της Τότας Βαβαρούτα )
« Ποιος δεν έχει πει τα κάλαντα όταν ήταν παιδί; Τα κάλαντα στην γενιά μου, λοιπόν, ήταν μια πραγματική ιεροτελεστία. Μέρες πριν τα παιδιά μαζεύονταν και οργώνονταν σε ομάδες συνήθως, έτοιμα προς εξόρμηση. Φίλοι ή αδέρφια. Ο ενθουσιασμός διάχυτος. Η προσμονή ακόμα μεγαλύτερη. Όλοι είχαμε τα μεταλλικά μας τρίγωνα για να δίνουν ρυθμό και λίγη μελωδία. Κάποιες πιο τυχερές παρέες είχαν μελόντικες, ακορντεόν ή φυσαρμόνικες. Σε κάθε παρέα πάντως ένας θα ήταν ο ταμίας και ένας ο πιο θαρραλέος, ο μπροστάρης, αυτός που θα χτύπαγε τα κουδούνια και θα τραγουδούσε πιο δυνατά από όλους τα κάλαντα. Τα δε χρήματα που θα συγκεντρώνονταν θα μοιράζονταν ισομερώς σε όλους μας με σκοπό να αγοράσουμε κάποιο παιχνίδι για μας, αλλά και για να κάνουμε κάποιο δωράκι στους γονείς μας, τα αδέρφια μας, στον παππού και στη γιαγιά…κάτι για το σπίτι.
Παίρναμε σβάρνα τις πολυκατοικίες της γειτονιάς και χτυπάγαμε τα κουδούνια άφοβα. Όλο και κάποιον θα γνωρίζαμε, αν όχι όλους στην πολυκατοικία… Εξάλλου αυτή είναι και η έννοια της γειτονιάς… Οι περισσότεροι άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες τους. Μας υποδέχονταν στο σπίτι τους σαν επίσημους μουσαφιραίους, περιχαρείς να ακούσουν τη μελωδία από τα κάλαντα και να δεχθούν τις ευχές μας. Τα σπίτια μύριζαν βούτυρο από τις νοικοκυρές, που έφτιαχναν τους κουραμπιέδες ή τις βασιλόπιτές τους και η άχνη ζάχαρη, που πασπάλιζε τα γλυκίσματα φάνταζε σαν το χιόνι, που πάντα έλειπε από την περιοχή μας για να ολοκληρώσει το χριστουγεννιάτικο τοπίο.
«Να τα πούμε;» ρωτάγαμε δειλά δειλά… «Να τα πείτε» μας απαντούσαν. Ενώ, σπάνια, άκουγες «Μας τα είπανε…» …
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας….» και έπειτα από μερικές μέρες «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά ψηλή μου δεντρολιβανιά, κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος…».
Ακόμα ακούω τους ήχους από τα κάλαντα….ακόμα βλέπω τα γεμάτα ικανοποίηση πρόσωπά μας, κατάκοπα, να γελάνε, που μας καλοδέχθηκαν, που μας κέρασαν ένα γλυκό…που μας αποδέχθηκαν…..ακόμα μυρίζω το βούτυρο, το μέλι, το καρύδι, το καβουρδισμένο αμύγδαλο….έχω τη γεύση στο στόμα μου από τα χειροποίητα μελομακάρονα, τις δίπλες, τους κουραμπιέδες….ακόμα θυμάμαι και νιώθω τις αγκαλιές της γιαγιά και του παππού για τα όμορφα κάλαντα που τραγουδήσαμε και για τις γλυκές ευχές που μοιράσαμε…. μυρωδιές, ακούσματα, γέλια, συναισθήματα … όλα καλά βαλμένα και τοποθετημένα στην ψυχή μου…
Γνωρίζω ότι στις μέρες μας οι καιροί είναι δύσκολοι και επικίνδυνοι. Γνωρίζω ότι ως γονείς δεν μπορούμε να αφήνουμε μόνα τους τα παιδιά μας να σεργιανούν στους δρόμους και στις πολυκατοικίες…Όμως ας τα βοηθήσουμε να αποκτήσουν τις δικές τους αναμνήσεις από αυτό το έθιμο. Να μάθουν να τραγουδούν τα παραδοσιακά μας κάλαντα, να μοιράζουν τις ευχές τους και να νιώθουν την αγάπη και το χριστουγεννιάτικο πνεύμα.
Και τι πιο όμορφο να ανοίγουμε τα σπίτια μας και να υποδεχόμαστε χαμογελαστά παιδάκια, που έρχονται όλο γλύκα να μας δώσουν τις ευχές τους…..
( Από ανάρτηση της Αγγελικής Ι. Θανασά )