Η ώρα είναι 10. Βράδυ Κυριακής. Το τηλέφωνo χτυπά και από την άλλη άκρη σε ενημερώνουν ότι σε διαμέρισμα στη διασταύρωση της Κουμανιώτη με την Καποδιστρίου έχει βρεθεί πτώμα.
Μόλις έχεις ολοκληρώσει ένα εξαντλητικό ωράριο απ΄ το πρωΐ έως τις 8 το βράδυ. Πρόλαβες, διάβασες το παιδί και την ώρα που όλοι έχουν στηθεί στις τηλεοράσεις τους για να απολαύσουν τις τελευταίες ώρες του Σαββατοκύριακου, ξεκινάς.
Φτάνεις. Πάντα διακριτικά ρωτάς, μαθαίνεις. «Ναι, είναι ο 54χρονος Πολωνός μουσικός. Ο άνθρωπός που τον ήξερε όλη η Πάτρα. Είναι; Εκεί ξεκινά η εξαντλητική για τις συνθήκες διασταύρωση των στοιχείων. Και μέχρι να διεκπεραιώσεις τις διαδικασίες του ρεπορτάζ, οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν 11.10. Η είδηση μεταδίδεται και αμέσως γίνεται πανζουρλισμός. Όλοι ρωτούν. Από ενδιαφέρον για έναν άνθρωπο. Και το τηλέφωνό σου «χτυπά» σαν τρελό. Θέλουν να μάθουν κι άλλες πληροφορίες. Τι έγινε το σκυλάκι του; Ποιος θα το φροντίσει; Είχε κάποιον στον κόσμο; Ποιος θα ασχοληθεί με τα διαδικαστικά της κηδείας του; Πρέπει σε όλους να απαντήσεις. Και εκεί, στα ενδιάμεσα του ορυμαγδού, έρχονται οι επόμενοι. Οι άνθρωποι των συνοικιών που σου τηλεφωνούν φωνάζοντας. Διαμαρτύρονται γιατί στις ήσυχες γειτονιές τους, στους πρόποδες του Παναχαϊκού ξύπνησε πάλι το «τέρας» του θορύβου
-Ελάτε εδώ γρήγορα, σας παρακαλούμε. Ξαναβγήκαν για κόντρες με «πειραγμένες» εξατμίσεις στις γέφυρες και τους παράδρομους της Περιμετρικής.
Πρέπει να πάς. Νοιώθεις για τα καλά να «φουντώνουν» άνθρωποι που βλέπουν στο πρόσωπό σου και κυρίως στην υπογραφή σου, έναν άνθρωπο που μπορεί να αναδείξει το πρόβλημά τους, να βρουν επιτέλους γιατριά για τους εφιάλτες σου.
Η ώρα πλησιάζει 12 και βρίσκεσαι στις γέφυρες της Περιμετρικής στο Σούλι. Γύρω σου στριφογυρνούν περιπολικά. Όταν φεύγουν «σκάνε μύτη» δεκάδες αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες που «εκτοξεύουν» θορύβους έντασης αμέτρητων ντεσιμπέλ. Όταν βλέπουν τους φάρους εξαφανίζονται. Το παιχνίδι «της γάτας με τον ποντικό» συνεχίζεται μέχρι τη 1 τα ξημερώματα. Οι οδηγοί και οι συνεπιβάτες σε βλέπουν «με μισό μάτι». Κακές οι σκέψεις που στριφογυρίζουν στο μυαλό σου:
-Μήπως βγούν τώρα από το αυτοκίνητο και αρχίσει το κυνηγητό; Μήπως δεν έχει ξαναγίνει όταν «ξεφυτρώνεις» από κάπου και «χαλάς» το σκηνικό; Ευτυχώς οι φόβοι δεν επιβεβαιώνονται. Αλλά μέχρι να ησυχάσεις η αδρεναλίνη ανεβαίνει τόσο που ξεπερνά τα επίπεδα και εκείνων που κάνουν κόντρες με ταχύτητες άνω των 200 χιλομέτρων την ώρα
Το ρεπορτάζ μεταδίδεται, και παίρνεις το δρόμο του γυρισμού.
Στη λεωφόρο συναντάς μία φίλη μέσα στο αυτοκίνητό της και ο λιτός διάλογος γίνεται στο πρώτο φανάρι:
-Τι κάνεις Ρέα;
-Καλά Νικόλα, μόλις τελείωσε ο κινηματογράφος και πήγα τον αδελφό μου σπίτι
Κινηματογράφος; Αλήθεια, τι όμορφες που είναι οι Κυριακές όταν κλείνουν με μία κινηματογραφική παράσταση; Πόσα χρόνια αλήθεια έχουν περάσει από τότε;
Ο δρόμος της επιστροφής για το σπίτι συνεχίζεται. Μόλις έχω φτάσει και σκέφτομαι: Θα έχουν κρυώσει οι πατάτες που μου τηγάνισε στις 9.30.
Ήδη η ώρα είναι 2 παρά και το τηλέφωνο ξαναχτυπά. Ανησυχώ. Ίσως κάτι κακό συμβαίνει στο σπίτι, αλλά κοιτώντας την οθόνη του κινητού καταλαβαίνω πως ναι μεν συμβαίνει κακό, αλλά αλλού, μακριά. Ο άνδρας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής το επιβεβαιώνει. Η πληροφορία αναφέρει ότι στην Πατρών Πύργου έχει συμβεί σοβαρό τροχαίο. Χωρίς σκέψη, βάζω ξανά μπροστά και φεύγω. Δεν ξέρω ούτε που ούτε πώς. Η πληροφορία έχει μεταφερθεί κωδικά:
«Τροχαίο στην Πατρών Πύργου, κάπου κοντά στον κόβο της ΒΙ.ΠΕ.. Ψάξε». Θα το βρωπου θα πάει; Πάντα έτσι ξεκινά άλλωστε ένα ρεπορτάζ. Οι σκέψεις πάντα ίδιες. Ξεκινάς για ένα σοβαρό τροχαίο, αλλά εκείνο που προέχει είναι πρώτα να φτάσεις μέσα στη νύχτα και πάνω σε αυτό τον παλιόδρομο ασφαλής. Στη σκέψη πάντα η γυναίκα σου και το παιδί σου. Η ζωή από αύριο συνεχίζεται και πρέπει να είσαι όρθιος και παρών στις οικογενειακές σου υποχρεώσεις. Πρέπει λοιπόν να φτάσεις και γρήγορα και ασφαλής στο ρεπορτάζ, με τα συναισθήματα να αλλάζουν συνεχώς και οι συνειρμοί να σου «στύβουν» το κεφάλι, μιας και προσεγγίζεις σε ένα σημείο που ένας άνθρωπος έχει χάσει τη ζωή του, ενώ πριν από λίγη ώρα και αυτός περνούσε από τα ίδια μέρη.
Φτάνεις και σου «κόβεται η ανάσα». Τα ευρήματα πάνω στο δρόμο μακάβρια. Κοιτάς να τα αποφύγεις. Σε στραβώνουν τα φώτα από τους φάρους, και σου χτυπάνε τα μελίγγια οι σειρήνες από τα Πυροσβεστικά οχήματα, τα περιπολικά της Αστυνομίας και τα ασθενοφόρα.
Ο άνθρωπος δεν έχει βρεθεί. Το τροχαίο όμως έχει γίνει. Πυροσβέστες αστυνομικοί και διασώστες δίνουν μάχη για τον εντοπισμό του. Πρέπει να είναι ήδη νεκρός. Αλλά πού είναι;
Οι άνθρωποι που μάχονται για τη διάσωση κάνουν τη δουλειά τους, κι εσύ τη δική σου. Οι κανόνες και το πρωτόκολλο του ρεπορτάζ εφαρμόζονται κατά γράμμα. Το μυαλό πρέπει να είναι καθαρό. Να συλλεγούν τα πρώτα στοιχεία, να ξεχαστούν οι εικόνες φρίκης που έχουν «σταμπάρει» τον τόπο του δυστυχήματος. Δεν θέλω να τις μεταφέρω σεβόμενος την μνήμη του ανθρώπου, αλλά είναι αληθινές μπροστά μου. Άλλωστε δεν αφορούν την κοινή γνώμη. Περιμένεις και εσύ σαν άνθρωπος με αγωνία. Και ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά στα συντρίμμια της μοτοσικλέτας που έχει συρθεί 150 μέτρα μακριά. Διαπιστώνεις ότι είναι ακριβώς ίδια με εκείμνη του αδελφού σου. Σε «κόβει κρύος ιδρώτας». Κοιτάς την πινακίδα. Δεν θυμάσαι καλά, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να περιμένεις. Μία ώρα και δέκα λεπτά μετά, ο Πυροσβέστης της ΕΜΑΚ, φωνάζει μέσα από τη χαράδρα με την πυκνή βλάστηση: «Τον βρήκα παιδιά. Κατεβάστε με σχοινί την τάβλα να ξεκινήσει η ανάσυρση»
Σε λίγο τον βλέπεις μπροστά σου. Δεν είναι ο δικός σου άνθρωπος, αλλά νοιώθεις σαν να είναι ο άνθρωπός σου. Ο φίλος σου. Άλλωστε ο καθένας θα μπορούσε να ήταν. Διασταυρώνεις τα στοιχεία της ταυτότητάς του, προσπαθώντας να μείνεις όρθιος. Είναι άλλωστε κανόνας απαράβατος: ο δημοσιογράφος απαγορεύεται να υποστεί σοκ. Η ενημέρωση της κοινής γνώμης απαιτεί καθαρό μυαλό. Απαιτεί ακόμη ψυχραιμία, διότι υπάρχει η οικογένεια του ανθρώπου που ακόμη δεν έχει ενημερωθεί. Επιβάλλεται λοιπόν, όλες οι εικόνες που έχεις αποτυπώσει στο μυαλό σου, να παραμείνουν εκεί, καλά «κρυμμένες». Δεν χρειάζεται η διάχυσή τους. Επιβάλλεται η ψύχραιμη και ουσιαστική μεταφορά των γεγονότων. Αλλά και η κριτική στην Πολιτεία για έναν δρόμο που έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο νεκροταφείο.
Τελειώνουν όλα. Είναι ήδη 4 τα ξημερώματα. Για πού ξεκίνησα και που έφτασα απόψε; Παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Πρέπει να γυρίσω ασφαλής. Το μυαλό πρέπει να είναι ακόμη «καθαρό» Φτάνω στο κέντρο της πόλης. Το στόμα έχει «κολλήσει». Σταματάω σε ένα περίπτερο αγοράζω μία κόκα κόλα κάθομαι σε ένα παγκάκι και ανάβω ένα τσιγάρο ρουφώντας λίγο από το αναψυκτικό μου.
Τακτοποιώ τις σκέψεις στο μυαλό μου. Σε λίγες ώρες πρέπει να αναρτηθεί το ρεπορτάζ . Όχι ακόμη. Πρέπει πρώτα να ενημερωθούν οι συγγενείς.
Πώς θα παρουσιαστεί, πως θα προλάβω να αναρτήσω τις φωτογραφίες και τα βίντεο;
Αλλά ξαφνικά οι σκέψεις «αλλάζουν δρόμο». Δύο άνθρωποι νεκροί απόψε. Αύριο τα τηλέφωνα «θα σπάσουν». Σίγουρα οι περισσότεροι θα σε ρωτούν πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που θα τους πεις στο κείμενο. Ποιος ήταν; Πώς σκοτώθηκε; Ποιοι ήσαν αυτοί που έκαναν κόντρες; Από τι πέθανε ο Πολωνός μουσικός; Ήταν πολλές μέρες νεκρός;
Το ίδιο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έρχεται κάθε φορά να «σφραγίσει» έναν αιώνιο κανόνα: Η είδηση αφορά την κοινωνία, όσο σκληρή και να είναι. Και δυστυχώς, ο θάνατος είναι μία μεγάλη είδηση.
Αλλά και πάλι οι σκέψεις «αλλάζουν δρόμο» για να μου θυμίσουν ότι μία ακόμη Κυριακή πέρασε χωρίς προσωπική ζωή, χωρίς παιχνίδι με το παιδί, χωρίς καφέ και ένα μεσημεριανό οικογενειακό φαγητό σε κάποιο εξοχικό κέντρο. Αλήθεια, πόσες μέρες και πόσα Σαββατοκύριακα πέρασαν έτσι; Πόσες ώρες πέρασαν μακριά από το σπίτι, έξω σε δρόμους φωτιές, τροχαία, σεισμούς και άλλα πολλά γεγονότα που συμβαίνουν χωρίς να «νοιάζονται» για Σαββατοκύριακα, νύχτες μέρες και προγράμματα που εμείς οι άνθρωποι έχουμε βάλει στη ζωή μας;
«Αυτή είναι η δουλειά σου» απάντησα αμέσως στον εαυτό μου. Και άλλοι άνθρωποι δουλεύουν χωρίς να τους επιτρέπεται σχεδόν να έχουν προσωπική ζωή. Συνέχισε, κόντρα σε όσους προσπαθούν με σου να την απαξιώσουν.
Αλήθεια, με ξαναρωτά ο «συνομιλητής μου». Τι σημαίνει «διαπλεκόμενος, αλήτης, ρουφιάνος, και άλλα πολλά» που πολλές φορές ακούμε να λένε για εμάς τους δημοσιογράφους; Γιατί πολλές φορές πολλοί σε κοιτούν «με μισό μάτι». Γιατί άλλοτε θεωρούν πως όταν κάνεις κριτική είσαι προβοκάτορας, ενώ όταν μιλάς με καλά λόγια είσαι μέρος του συστήματος για να ωφεληθείς;
-Γιατί έτσι πρέπει του απαντώ. Γιατί η κριτική είναι ελεύθερη σε αυτόν τον τόπο, ακόμη και όταν είναι άδικη, και ο καθένας μπορεί να κρίνει όποιον θέλει και όπως θέλει. Γιατί η κοινωνία εύκολα στοχοποιεί εκείνον από τον οποίο έχει να περιμένει. Και τι περιμένει;. Πληροφορία, ενημέρωση, συμπαράσταση, αντιπαράθεση με τις Αρχές για να λύσει το πρόβλημά του. Και κάποιες άλλες στιγμές ο ίδιος ή κάποιος άλλος γύρω του χωρίς εκείνος να αντιδρά, σε αφορίζει με την ίδια ευκολία που κάποια άλλη στιγμή στηριζόταν πάνω σου. Σταμάτα λοιπόν τώρα και πάμε να φύγουμε. Πήγε 5 η ώρα και σε λίγο θα πρέπει να πάω στο παιδί στο σχολείο.
Σηκώθηκα από το παγκάκι και εκείνη την ώρα θυμήθηκα ξαφνικά τη φίλη μου τη Ρέα μονολογώντας:
Αλήθεια, πόσο όμορφες είναι οι Κυριακές που η αυλαία τους πέφτει με ένα σινεμαδάκι; Μακάρι κάποτε «να τις βρώ»
ΥΓ: Το κείμενο αφιερώνεται σε εκατοντάδες συναδέλφους μου που δίνουν καθημερινά διαπιστευτήρια στο ρεπορτάζ και την υπεύθυνη δημοσιογραφία. Και είναι πολλοί, πάρα πολλοί και αδικημένοι.