Το Μέγαρο Μαξίμου, η πρωθυπουργική κατοικία, είναι γνωστό σε όλους μας. Αυτό που ίσως δεν ξέρει ο περισσότερος κόσμος είναι ότι το όνομά του το έλαβε από τον πρώτο ένοικό του, τον πρωθυπουργό Δημήτριο Μάξιμο, ο οποίος ήταν Πατρινός.
Γεννήθηκε την 8η Ιουλίου του 1873 στην Πάτρα και ήταν το δεύτερο παιδί του Επαμεινώνδα Μάξιμου (1830-1877) και της Ασπασίας Λόντου (1845-1927).
Απο την πλευρά του πατέρα του καταγόταν απο σπουδαία Χιώτική εμπορική οικογένεια, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στο εμπόριο, τον τραπεζικό κλάδο και την πολιτική. Η γιαγιά του απο την πλευρά του πατέρα του ήταν το γένος Ροδοκανάκη.
Η δε μητέρα του ήταν κόρη του προέδρου της βουλής και δημάρχου Πατρέων, Ανδρέα Χ. Λόντου.
Σπούδασε νομικά, οικονομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι.
Η παράδοση της οικογένειας τον έσπρωξε προς τα οικονομικά. Έτσι παράλληλα με τις σπουδές του, το 1891, προσλήφθηκε στην εθνική τράπεζα και λίγα χρόνια αργότερα έγινε υποδιευθυντής της εθνικής τράπεζας της Πάτρας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί οτι υποδιοικητής της Εθνικής τράπεζας την περίοδο 1889-1896 και εν συνέχεια διοικητής αυτής εως το 1911 ήταν ο θείος του, σύζυγος της αδερφής της μητέρας του, Βικτωρίας Λόντου, Στέφανος Στρέϊτ.
Το 1901 έγινε μέλος της λιμενικής επιτροπής Πατρών.
Το 1911 ανέλαβε την διεύθυνση του κεντρικού καταστήματος των Αθηνών και το 1914 έγινε υποδιοικητής αυτής.
Επτά χρόνια αργότερα εξελέγη διοικητής της Εθνικής τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1922 οπότε και απομακρύνθηκε απο την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα. Λίγο αργότερα αναχώρησε μαζί με την σύζυγό του για την Φλωρεντία όπου εγκαταστάθηκε.
Το 1927 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσλήφθηκε ως οικονομικός σύμβουλος του λαϊκού κόμματος, μέλος του οποίου ήταν τα πρώτα του ξαδέφια, Δημήτριος Λόντος, βουλευτής και υπουργός, και Γεώργιος Στρέϊτ, νομικός και βουλευτής.
Η πρώτη σημαντική συμμετοχή του στα πολιτικά δρώμενα της εποχής αφορούσε τα χρυσά καλύμματα της Εθνικής Τράπεζας. Η διαφωνία αυτή οδήγησε τον Αύγουστο του 1927 στην αποχώρηση των μελών του Λαϊκού κόμματος απο την οικουμενική κυβέρνηση.
Κατα τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 ο Μάξιμος αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα απο παρασκηνιακό επίπεδο.
Τον Απρίλιο του 1932 μετά την παραίτηση Μαρή του προσφέρθηκε απο τον Βενιζέλο το υπουργείο οικονομικών το οποίο όμως αρνήθηκε.
Στις εκλογές του 1933 το Λαϊκό Κόμμα υπερίσχυσε του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Οι στρατηγοί όμως που ήταν βενιζελικοί αρνήθηκαν να παραδώσουν την εξουσία στον Τσαλδάρη επιδιώκοντας τον σχηματισμό στρατιωτικής κυβέρνησης.
Γι’ αυτό τον λόγο ο Βενιζέλος επικοινώνησε με τον Μάξιμο για να τον πληροφορήσει για τα γεγονότα προτρέποντας παράλληλα να ενημερώσει τον Τσαλδάρη, πράγμα που έκανε.
Ο Τσαλδάρης παρ’ολα αυτά αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεσή του εμμένοντας στην άποψή του για σχηματισμό κυβέρνησης απο του λαϊκούς.
Τελικά οι στρατηγοί μη μπορώντας να συμφωνήσουν, αναγκάστηκαν να αφήσουν τον Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε και ο Μάξιμος, έχοντας το υπουργείο των εξωτερικών, αν και εξωκοινοβουλευτικός.
Τον ίδιο χρόνο εξελέγη αριστιδίν γερουσιαστής.
Τον Ιανουάριο του 1935 παραιτήθηκε απο το υπουργείο εξωτερικών προκειμένου να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας.
Η παραίτησή του έγινε δεκτή μόλις στις 2 Μαρτίου 1935, εποχή που είχε ξεσπάσει το κίνημα του ’35. Τελικά επανήλθε στην θέση του υπουργού εξωτερικών την 13η Ιουλίου.
Με τη στήριξη της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, ο πρωθυπουργός προσκάλεσε πολιτικούς άνδρες της εποχής προκειμένου να στηρίξουν την νέα κυβέρνηση.
Μεταξύ αυτών που απεδέχθησαν την πρόσκληση και τον επισκέφθηκαν ήταν και ο Δημήτριος Μάξιμος.
Η κίνησή του βέβαια να τον επισκεφθεί δεν ήταν πράξη αποδοχής του νέου καθεστώτος αλλά μάλλον ένδειξη ανοχής προς την νέα κυβέρνηση, η οποία έπρεπε να θέσει κάποιες βάσεις έτσι ωστε να βγεί απο το οικονομικό τέλμα που βρισκόταν το κράτος λόγω του πολέμου.
Εκτός απο τον Μάξιμο, τον Τσολάκογλου επισκέφθησαν οι Πάγκαλος, Γονατάς, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Παπανδρέου κ.α. Το 1947 σε μια δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα με τη βοήθεια των Αμερικανών σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού (Επτακέφαλος Κυβέρνησις).
Λόγω της αποτυχίας της κυβερνήσεως στο στρατιωτικό σκέλος, ο Μάξιμος υπέβαλε παραίτηση στα τέλη Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Το Μέγαρο Μαξίμου, θεμελιώθηκε το 1912 στην οδό Ηρώδου Αττικού 19 για λογαριασμό του εφοπλιστή Αλέξανδρου Μιχαληνού, στο σημείο που προηγουμένως ήταν ένας εκ των βασιλικών κήπων.
Το 1916 η χήρα του Μιχαληνού Ειρήνη, το γένος Μανούση, η οποία εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί τον Δημήτριο Μάξιμο, πούλησε την οικία στον Λεωνίδα Εμπειρίκο.
Το 1921 ξαναγόρασε το ημιτελές έως τότε μέγαρο.
Στη συνέχεια, και αφού ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στο σπίτι, η οικογένεια Μαξίμου εγκαταστάθηκε σε αυτό.
Ο Δημήτριος Μάξιμος υπήρξε ιδιαίτερα φιλότεχνος και για αυτό τον λόγο τους τοίχους του αρχοντικού του κοσμούσαν περίφημοι ζωγραφικοί πίνακες.
Το κτίριο χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής από τις γερμανικές αρχές ως οικία του Γερμανού ναυάρχου των δυνάμεων του Αιγαίου.
Μετά την απελευθέρωση έμεινε για ένα διάστημα ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα.
Το 1952 το ελληνικό Δημόσιο αγόρασε το μέγαρο από τον Δημήτριο Μάξιμο στην τιμή των πέντε δισεκατομμυρίων πεντακοσίων εκατομμυρίων δραχμών.
Κυβερνητική επιτροπή είχε εκτιμήσει την αξία του μεγάρου στα έντεκα δισεκατομμύρια, αλλά ο ιδιοκτήτης του όχι μόνο δέχτηκε να το παραχωρήσει με τα μισά χρήματα, αλλά προσέφερε και την επίπλωση της οικίας του μαζί με τους πίνακες που βρίσκονταν σε αυτήν.
Η κυβέρνηση, για να τιμήσει την προσφορά του Δημητρίου Μάξιμου, δήλωσε μέσω του προέδρου της ότι το κτίριο θα διατηρήσει το αρχικό του όνομα, δηλαδή Μέγαρο Μαξίμου.
Την περίοδο της χούντας των Συνταγματαρχών, στο Μέγαρο έμενε ο Αντιβασιλέας (είχε οριστεί σε αυτή τη θέση από τον Παπαδόπουλο μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου) Γεώργιος Ζωιτάκης με την σύζυγό του Παγώνα.
Η χωριατοπούλα Παγώνα Ζωιτάκη δυσανασχετούσε με την τόσο κεντρική τοποθεσία του Μεγάρου, ενώ χαρακτηριστική έμεινε η φράση της «Τι τα θέλαμε τα μέγαρα; Δεν επιτρέπεται ούτε κοτέτσι να φτιάξεις».
Επί χούντας έγινε η προσθήκη του πρώτου ορόφου, που χρησίμευσε ως κρεβατοκάμαρα του ζεύγους Ζωιτάκη.
Το 1982 παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, με σκοπό, κατόπιν απόφασης Κουτσόγιωργα, την στέγαση του γραφείου του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Οι εργασίες αποκατάστασης έγιναν από τους Αριστόδημο και Ειρήνη Μαντζουράνη και από την Γεωργία Ζώη.
Μέχρι σήμερα δεν είναι εξακριβωμένο ποιος αρχιτέκτονας σχεδίασε το κτίριο. Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη και τον Κυδωνιάτη, είναι ο Αναστάσιος Χέλμης, ενώ σύμφωνα με τον Καμπάνη ο Αναστάσιος Μεταξάς.
Δεν αποκλείεται πάντως να έχουν ασχοληθεί και οι δύο με την σχεδίαση του κτιρίου, αφού οι κατασκευές πραγματοποιήθηκαν σε δύο φάσεις, η μια στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και η άλλη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920.
https://www.facebook.com/media/set/?set=oa.10153661175926562&type=1- Θεώνη Καπλανίδου