Εντολή για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τις συνθήκες θανάτου του δημοσιογράφου Αλέξανδρου Βέλιου διατάχθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας και συγκεκριμένα τον προϊστάμενο της, Ηλία Ζαγοραίο.
Ο κ. Ζαγοραίος στην παραγγελία του για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ζητάει να ερευνηθεί εάν κάποιος βοήθησε τον δημοσιογράφο να φύγει από τη ζωή καθώς σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει η διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Αφορμή για την εντολή του κ. Ζαγοραίου για την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης στάθηκε δημοσίευμα στον ηλεκτρονικο τυπο, στο οποιο γινεται αναφορά, μεταξύ αλλων, σε ”σύριγγα με δηλητήριο” και γιατρό πρόθυμο να συνδράμει στην επιθυμία του δημοσογράφου.
Οι τελευταίες δραματικές στιγμές
Τις περιγράφει ο Δημήτρης Αλικάκος στο protagon.gr. Πώς το σχέδιο για την «υποβοηθούμενη ευθανασία» σε ειδικό κέντρο της Ελβετίας δεν προχώρησε, την εισαγωγή σε νοσοκομείο, την αλλαγή γνώμης ενός γιατρού που είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει και πώς τελικά έφυγε από τη ζωή ντυμένος στα λευκά και με το cd player να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι, του συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου:
Άνοιξε, άνοιξε,
γιατί δεν αντέχω,
φτάνει πια, φτάνει πια
να με τυραννάς.
«Το απόγευμα της 29ης Αυγούστου μου τηλεφώνησε για να μου πει πότε είναι η κηδεία του. “Την Τετάρτη είναι η κηδεία μου”. “Έχεις καταλάβει τι μου λες;” του είπα σοκαρισμένος. Έβαλε τα γέλια. Ναι ρε φίλε, τα γέλια. Στις 31 μού ζήτησε να το γράψω σε μια κάμερα. “Γράψτο γιατί κανείς δεν θα σε πιστέψει. Άσε που θέλω και κόσμο στην κηδεία μου και έχει άλλη βαρύτητα να τους καλέσω εγώ”. Πάλι γέλια», γράφει ο Δημήτρης Αλικάκος. Και πραγματικά, η αναγγελία της κηδείας από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Βέλιο καταγράφηκε σε ένα video λίγων δευτερολέπτων.
Η κηδεία του, όμως, έγινε την Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου. Μια μέρα πριν από τον προγραμματισμό του. Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχε εξ αρχής προγραμματίσει. Το σχέδιο για «υποβοηθούμενη ευθανασία» σε ειδικό κέντρο στην Ελβετία δεν προχώρησε. «Λόγοι οικονομικοί, αλλά και άλλοι που δεν έχει νόημα να αναφερθούν», γράφει ο Αλικάκος.
Όταν σε μια συνάντησή τους, τον ρώτησε τι θα έκανε, η απάντηση του Αλέξανδρου Βέλιου ήταν «είμαι τυχερός, με βρήκε ένας γιατρός. Αυτός προσφέρθηκε να κάνει τη “δουλειά”». Μέχρι τα μέσα Αυγούστου αισθανόταν καλά. Ο όγκος μεγάλωνε αλλά δεν είχε επηρεάσει τις δυνάμεις του. «Στις 30 του μηνός (σ.σ. Αυγούστου) γιορτάζω, θέλω να αποχαιρετήσω τους φίλους μου. Στις 31 θα μπω νοσοκομείο, και στις 4 Σεπτεμβρίου θα κλείσω το μάτι στο γιατρό. Όρμα!», είχε πει σε μια συζήτησή του με τον Δημήτρη Αλικάκο.
Όσο πλησίαζε το τέλος Αυγούστου, υπέφερε. Ο ύπνος ήταν λίγος και βασανιστικός. Στις 31 Αυγούστου (μια μέρα μετά τη γιορτή του όταν στα μηνύματα ζητούσε να του εύχονται “καλά στέφανα”) μπήκε στο νοσοκομείο. Αργά το βράδυ, τηλεφώνησε στον Αλικάκο. Του είπε πως ο γιατρός που είχε αναλάβει να τον βοηθήσει με την ευθανασία, έδειχνε φοβισμένος.
Την 1η Σεπτεμβρίου, η διαίσθησή του επιβεβαιώθηκε. Ο γιατρός το ξανασκέφτηκε και έτσι ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσισε να πάρει εξιτήριο το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου και την επόμενη μέρα να τελειώσουν όλα.
«Στις 2 του μηνός, είχε πολλές επισκέψεις στο δωμάτιό του. Τρεις γνωστοί του δημοσιογράφοι είχαν ραντεβού μαζί του στις 12 το μεσημέρι. “Έλα πιο νωρίς εσύ». Τον είδα για δέκα λεπτά λίγο μετά τις 11. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έβγαινε ο γιατρός. Δεν με είδε. “Α καλώς τον! Για σένα μιλούσαμε”. “Για μένα; “. Μπήκε στην τουαλέτα για να πλυθεί. Από εκεί τον άκουσα να μου λέει: “Τελικά εσύ θα το κάνεις”. Γέλασα. “Και γιατί να μην το κάνω, αλλά ποιο; “. “Την ένεση”. Σιωπή. “Ξέρεις να κάνεις ένεση; “. Σιωπή. Βγήκε από το λουτρό και με αργές κινήσεις κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Εκεί ξεκίνησε ο μονόλογος: “Αύριο παίρνω εξιτήριο. Την Κυριακή θα έρθει ο γιατρός να μου φέρει τη σύριγγα. Θα έρθεις κι εσύ. Δεν χρειάζεται να μου κάνεις ένεση, πλάκα έκανα, θα σου δείξει απλώς πώς να την κουμπώσεις στην “πεταλούδα” που έχω στο στήθος μου. Μετά θα πατήσεις την ένεση. Και φύγε αμέσως. Δικός μου άνθρωπος θα ειδοποιήσει το γιατρό να έρθει για να πιστοποιήσει το θάνατο, και βέβαια το γραφείο τελετών”. Δεν μπορεί, δεν το ζω αυτό, σκέφτηκα. Κατάλαβα αμέσως ότι βρίσκεται σε τεράστιο αδιέξοδο. Άλλαξα κουβέντα. Τον ρώτησα πως αισθάνεται και αν πονάει. Μου είπε πως δεν πονούσε και πως ο χώρος του νοσοκομείου έκανε καλό στην ψυχολογία του. “Καλώς, θα τα πούμε το απόγευμα”».