Ήρθε στην Ελλάδα από το Μπαγκλαντές και η καταγωγή του είναι ινδική. Τα ελληνικά του ελάχιστα, αλλά το χαμόγελό του εξισορροπεί τις λέξεις που του λείπουν Το όνομά του δεν το ξέρει κανείς. Δεν προλαβαίνει κανείς να τον ρωτήσει εκεί στο φανάρι, πάντα στο ίδιο, όταν συναντιούνται τα χέρια τους στην μηχανική τελετή παράδοσης- παραλαβής ενός πακέτου με χαρτομάντηλα έναντι λεπτών 50 ή «δώσε ό,τι θες», λίγο πριν ανάψει το πράσινο και συνεχίσεις με γκάζια, ξεχνώντας ότι άφησες πίσω σου έναν άνθρωπο που ενώ εσύ κοιτούσες τα ψιλά, εκείνος σου χαμογελούσε.
Ο μετανάστης από το Μπαγκλαντές είναι κάθε μέρα εκεί, εδώ και χρόνια. Όσο και αν τον προσπερνάς, εκείνος σε παίρνει το κατόπι, όπως μια εικόνα που δεν συνειδητοποιείς, αλλά είναι βέβαιο ότι την κουβαλάς, ότι θα το καταλάβεις αν αλλάξει κάτι στην ισορροπία της, αν φύγει ένα στοιχείο από αυτή, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.
Τρία χρόνια τώρα, από τα πέντε συνολικά που τον έβγαλε ο δρόμος του στην Πάτρα, είναι ένα με την εικόνα της διασταύρωσης. Μπορεί να μην συνειδητοποιείς περνώντας δίπλα του ότι υπάρχει, αλλά αν μια μέρα λείψει, ψάχνεις ασυναίσθητα να τον βρεις. Κάτι δεν πάει καλά στο φανάρι.
Σε μια πόλη στην οποία ενδημούν φαινόμενα φοβίας και ρατσισμού, που θρηνεί νέα παιδιά παρασυρμένα στην παραλιακή από ένα όνειρο φευγιού και ένα αμάξι που δεν πρόλαβε να φρενάρει, σε μια πόλη που έχει ταυτίσει τον μετανάστη με την επαιτεία, αυτός είναι μια παρουσία σχεδόν ανατρεπτική.
Θα τον βρεις στη γνωστή διασταύρωση της εθνικής, όλες τις ώρες της ημέρας. Στην ίδια πάντα. Εκεί είναι το πόστο του. Στην πλευρά της εξόδου… Στα αριστερά, κάτω από το φανάρι. Και όταν αυτό δείχνει κόκκινο, θα τον δεις να ελίσσεται με προσοχή να φτάσει μέχρι και την τρίτη σειρά, να πουλήσει χαρτομάντηλα, να μπορέσει να ζήσει.
Ο πρόσφυγας του φαναριού είναι ανατρεπτικός. Πρώτα από όλα επειδή χαμογελάει. Πάντα. Πάρεις δεν πάρεις χαρτομάντηλο, αυτός θα βάλει το χέρι του στο στήθος και θα υποκλιθεί ελαφρά σε ένα «ευχαριστώ». Αν στρίψεις να τον κοιτάξεις. ‘Αν του αφιερώσεις, αστραπιαία, την προσοχή σου..
Είναι ανατρεπτικός και για έναν λόγο άλλο. Πρόκειται για ένα απίστευτο εργάτη. Ο πρόσφυγας τυ φαναριού δεν ζητιανεύει. Δεν καταδέχεται τα λεφτά χωρίς να πάρεις χαρτομάντηλο, αντιθέτως, αν του γελάσεις και εσύ, μπορεί να σου ρίξει φεύγοντας στα πεταχτά ένα πακέτο μέσα στο αμάξι. Δώρο επειδή τον είδες; Είναι ανθρώπινο να το σκεφτείς… Είναι ανθρώπινο να το ζητάει.
Η δουλειά για αυτόν ξεκινάει πολύ νωρίς το πρωί. Αξημέρωτα. Και διαρκεί ώρες ατελείωτες. Όρθιος δίπλα στο φανάρι. Δίπλα του, ένα πλαστικό ποτήρι με τον καφέ του και ένα μπουκάλι νερό. Στο βραχίονα περασμένη η πλαστική σακούλα με τα χαρτομάντηλα. Στις καταιγίδες, φοράει ένα μπλε αδιάβροχο και στέκεται κάτω από μια ημιτελή οικοδομή κάπου παραπλησίως. Δεν δίνει στον εαυτό του ρεπό. Μόνο κανένα στριφτό τσιγάρο δικαιολογεί ως πολυτέλεια στον εαυτό του που και που.
Ελληνικά δεν ξέρει καλά. Όταν τον πλησιάσαμε, μας είπε ότι έχει πέντε χρόνια που ήρθε στην Ελλάδα από το Μπαγκλαντές. Ότι η ρίζα του είναι ινδική και είναι χριστιανός.
Όταν τον ρωτάς πόσα χρόνια έχει στο φανάρι, σου προτείνει τα τρία δάχτυλα του ενός του χεριού. Πάλι χαμογελώντας. Και στο ερώτημα πώς αντέχει όρθιος όλες αυτές τις ώρες όλες τις μέρες, χωρίς αργίες και γιορτές, χωρίς Σαββατοκύριακα, θα σου γνέψει ένα «είναι ανάγκη για να ζήσω» και εσύ απόλυτα θα το σεβαστείς.
Γιατί ο Νιτάι, έτσι τον λένε τελικά, είναι ένας άνθρωπος που παλεύει και μέσα στον αγώνα του ελπίζει. Που ζητάει περισσότερο ένα «γεια» από ένα πενηντάλεπτο. Που δουλεύει όπως και όσο κανένας από τους ντόπιους δεν θα μπορούσε, δεν θα καταδεχόταν ή δεν θα επεδίωκε. Είναι ένας άνθρωπος που μας μαθαίνει την αξία του σεβασμού στη διαφορά.
Που μαθαίνει ακόμη και στους μετανάστες την αξία της πάλης.