Δεν υπήρχε μάνα στο δρόμο από το σπίτι της οικογένειας Αλεξανδρόπουλου στην οδό Αράτου, μέχρι τον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής που να μην έκλαψε.
Μόλις οι φίλοι και συμμαθητές του Γιώργου εμφανίστηκαν στο κατώφλι του σπιτιού κρατώντας στους ώμους τους το λευκό φέρετρο, όλοι ξέπασαν σε χειροκροτήματα και κλάματα.
Και απο εκεί, μέχρο την πύλη της εκκλησίας, η εικόνα “κλισέ”. Κόσμος στα πεζοδρόμια και στα μπαλκόνια, δάκρυα και ένα μεγάλο “γιατί” έτοιμο να βγει από τα χείλη, χωρίς όμως κανείς να μπορεί να δώσει απάντηση.
Αλήθεια, υπάρχει γονιός που να αντικρίσει αυτή την εικόνα και να μην κλάψει; Φυσικά και όχι.
Είδαμε μανάδες στα μπαλκόνια να κρατούν μικρά παιδιά αγκαλιά και να σκουπίζουν τα δάκριά τους.
Είδαμε παππούδες να παρακολουθούν σιωπηλοί και να αναρωτιώνται: “γιατί ο Γιώργος και όχι εγώ; Ήταν μόλις 17 χρονών”
Είδαμε μία πόλη να δίνει το “παρών”. Ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί συμπαραστάθηκαν στην χαροκαμμένη οικογένεια.
Στη διάρκεια της διαδρομής κορίτσια έραιναν με πέταλα από λευκά λουλούδια το δρόμο για να περάσει ο Γιώργος. Και εκεί λίγο πριν την τελευταία στροφή, μία ηλικιωβμένη γυναίκα ρομά, ξέσπασε σε λυγμούς. Όλοι μα όλοι συμμετέχοπυν στο πένθος.
Η Κάτω Αχαΐα μαυροφορέθηκε, και αυτή η απίστευτη περιπέτεια θα μείνει βαθιά χαραγμένη στις καρδιές των δημοτών. Και εκείνων που ήξεραν και εκίνων που δεν ήξεραν. Των γνωστών των φίλων των συγγενών, των συμμαθητών των ξένων.
Η Κάτω Αχαΐα Πενθεί, μα μένει και ψύχραιμη. Γιατί όλοι κατάλαβαν οτι αυτή η τραγωδία δεν έχει έναν, αλλά δύο νεκρούς