Πλησιάζοντας προς το τέλος της προεκλογικής περιόδου, παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα, για να υπογραμμίσω σαν οικονομολόγος και υποψήφιος βουλευτής, όχι τόσο το διακύβευμα, αλλά τι είναι εκείνο που χρειάζεται η χώρα μας την επομένη των εκλογών. Για ποιο λόγο έχει ανάγκη τη σύνθεση, τη συνεργασία και τον ρεαλισμό.
“Εάν για την Ευρώπη η έννοια της αλλαγής πολιτικής και φιλοσοφικής κουλτούρας δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί, για τη χώρα μας αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Καθίσταται προφανές πως είναι αναγκαία η χάραξη μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους μας, όχι μέσα από λεονταρισμούς, αλλά μέσα από ειλικρινή διάλογο και ανάδειξη νέων συμμαχιών. Και για να πετύχουμε ως χώρα μια ωφέλιμη συμφωνία, πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι να αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνουμε,: πώς και με ποια κοινωνική συνοχή και εμπιστοσύνη, με ποιο σχέδιο ανασυγκρότησης του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας θα κινείται η Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Από τη μεθόδευση αυτής της προσέγγισης θα κριθεί και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Υπάρχει μια τελευταία ευκαιρία αφύπνισης και δραστηριοποίησης όλων των δυνάμεων του τόπου ώστε να επεξεργασθούμε και να υιοθετήσουμε ένα νέο υπόδειγμα κοινωνικής ισορροπίας και δημοκρατικής ανάπτυξης μέσα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όσο αυτό θα εξακολουθήσει να δομείται εν μέσω της κρίσης. Για να συμφωνήσουμε όμως με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, προκειμένου να αποδεχθούν τις ειλικρινείς μας προθέσεις, είναι ανάγκη να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Με αναγνώριση της κρισιμότητας των περιστάσεων, κυρίως όμως με εμπιστοσύνη. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι η «κυβερνησιμότητα της χώρας» από κάποιους κομματικούς και πολιτικούς μηχανισμούς, αλλά η ανάδειξη προγράμματος και οράματος για το σύνολο του λαού, ενός λαού που επιζητά και αναζητά μια κυβέρνηση ειλικρινή, ρεαλιστική και αποτελεσματική. Άλλωστε η Ελλάδα πρέπει πρώτα να κερδίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, για να διεκδικήσει και την εμπιστοσύνη των ξένων –πολιτικών και επενδυτών– προκειμένου να στεριώσει μια νέα υγιή παραγωγική οικονομία.
Με βάση τις παραπάνω γενικές διαπιστώσεις και αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα με κυνικότητα και ρεαλισμό, είμαστε υποχρεωμένοι αξιωματικά να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι η χώρα μας το 2008 δεν είχε τη δυνατότητα επιλογής ως προς την είσοδο ή μη σε καθεστώς μνημονίου. Το επέβαλαν οι «αγορές» και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεν υπήρχε η δυνατότητα επιλογής, διότι χρειάζεται ο προβληματισμός να συνυπολογίσει τον ρόλο που διαδραματίζει η τεχνολογία στην εποχή μας. Η τεχνολογία μετέδωσε ταχύτατα την κρίση στην άλλη πλευρά τού Ατλαντικού. (η τεχνολογία σε αυτό σημείο δεν ενοχοποιείται. Η κρίση στην Ευρώπη θα έφτανε, πιθανόν πιο αργά, εάν η τεχνολογία δεν βρισκόταν σε τέτοια επίπεδα). Ακόμα δε και αν υπήρχαν αμφιβολίες για το ορθό της διαπίστωσης αυτής, σίγουρα αυτές διαλύθηκαν αμέσως μετά την κρίση στην Κύπρο και τον τρόπο με τον οποίο αυτή αντιμετωπίσθηκε από τους εταίρους της Ευρωζώνης.
(Ρούπας Ηρακλής, “Οικονομία σε ύφεση-Πολιτική υπό κρίση”, Οκτώβριος 2014)