Πόσο πιθανό είναι, μέχρι τα μέσα αυτού του αιώνα, ο Λαιμός της Βουλιαγμένης να γίνει… νησί και δημοφιλείς παραλίες της Ελλάδας να… εξαφανιστούν;
Σε ερωτήματα, επιχειρεί να απαντήσει η έρευνα της «Διανόεσις», σε μία προσπάθεια να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας, στο διάστημα 2046-2065.
Όπως καταγράφουν τα αποτελέσματα της έρευνας, μέχρι το 2065:
-Η μέση θερμοκρασία, στην Ελλάδα, θα αυξηθεί κατά 2,5 βαθμούς κελσίου, σε σχέση με τα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Κατά τόπους, μάλιστα, η αύξηση ενδέχεται να φτάσει ακόμα και τους 3,8 βαθμούς κελσίου, τους θερινούς μήνες.
-Η μέση βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί κατά 12%, με το ποσοστό αυτό να είναι πολύ μεγαλύτερο το καλοκαίρι (20-30%), οι ημέρες με καύσωνα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 15 με 20 ετησίως, ενώ η στάθμη της θάλασσας αναμένεται ότι θα ανέβει κατά 20 έως 59 εκατοστά, σύμφωνα με τα πιο αισιόδοξα σενάρια.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής αγγίζουν κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας (τουριστικές υποδομές, αγροτική παραγωγή, καθημερινότητα και δημόσια υγεία).
Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται, ότι το 60% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κινδυνεύει να εξαφανιστεί, καθώς το κλίμα θα γίνεται όλο και πιο ξηρό, ενώ μέχρι το 2050 ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς, σε δασικές εκτάσεις, αναμένεται να αυξηθεί ακόμα και κατά 70%, ανάλογα με την περιοχή.
Σύμφωνα με την έρευνα, μόνο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κινδυνεύει να χαθεί το 3,5% της έκτασης της Ελλάδας.
Το φαινόμενο εκτιμάται ότι μπορεί να έχει κόστος ίσο με το 2% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι απώλειες για την τουριστική βιομηχανία υπολογίζεται ότι μπορεί να ξεπεράσουν τα 825 εκατομμύρια ευρώ.
Οι περιοχές που αναμένεται να πληγούν περισσότερο είναι η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Δυτική Πελοπόννησος και η Αττική.
Ανησυχητικά είναι τα ευρήματα και για τη δημόσια υγεία, ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και τους ηλικιωμένους.
Η ερευνητική ομάδα της “διαΝΕΟσις”, υπό το συντονισμό του καθηγητή το Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κων/νου Καρτάλη, ανέλυσε τα πλούσια διαθέσιμα δεδομένα και κατέληξε σε μια σειρά από εκτιμήσεις για την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας για τη χρονική περίοδο 2046-2065.
Συνοπτικά, η θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με το διάστημα 1961-1990, μέχρι και 3,8 βαθμούς τους θερινούς μήνες, οι ημέρες με καύσωνα (θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου) αναμένεται να αυξηθούν κατά 15-20 ετησίως μέχρι το 2050 και μέχρι το τέλος του αιώνα οι “τροπικές ημέρες” (ημέρες με θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου την ημέρα και άνω των 20 βαθμών τη νύχτα) αναμένεται να είναι περισσότερες από 50 το χρόνο.
Ταυτόχρονα η βροχόπτωση θα μειωθεί κατά 12% κατά μέσο όρο (κατά 20-30% τους θερινούς μήνες, κυρίως στα νότια, και κατά 10% τους χειμερινούς), η στάθμη της θάλασσας, θα ανέβει κατά 20 ώς 59 εκατοστά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά.
Την περίοδο 2021-2050 η μείωση του ύψους του υετού στην ελληνική επικράτεια θα είναι 6,4% σε σχέση με την περίοδο αναφοράς, με τη μεγαλύτερη μείωση στην Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο (πάνω από 25%).
Επίσης, η Δυτική Πελοπόννησος, εμφανίζεται στις περιοχές που θα υποστούν την μεγαλύτερη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής για την περίοδο 2071-2100 σε σύγκριση με την περίοδο 1961-1990 στους συντελεστές της φυσικής, κοινωνικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής και πολιτιστικής ευαισθησίας.
Σύμφωνα με τα μοντέλα πρόγνωσης, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα είναι από 0,2 έως και 2 μέτρα μέχρι το 2100. Στις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας που θα πληγούν από μια υποτιθέμενη άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 2 μέτρα, είναι όλη η ακτογραμμή Κοτυχίου – Καλογριάς και οι δελταϊκές περιοχές του Εύηνου στο Μεσολόγγι, του Αχελώου, του Μόρνου στον Κορινθιακό (κοντά στην Ναύπακτο), του Πηνειού και του Αλφειού στην Ηλεία, όπως επίσης και η δελταϊκή περιοχή στον κόλπο του Αμβρακικού.