Είχα κάποτε έναν φίλο του τον έλεγαν Γιάννη. Ταλαντούχος και ευρηματικός, με δείκτη ευφυίας άνω του μέσου, με βάση τις μετρήσεις της παρέας καθώς την εποχή εκείνη δεν μας έσερναν ακόμη σε τέστ πιστοποίησης της ταχύτητας ή της ποιότητας του νου. Το καταλαβαίναμε μόνοι μας.
Τα παιδιά άλλωστε έχουν δικό τους μέτρο, πολύ πιο ακριβές για να εντοπίζουν την διαφορά και είτε να την αναγνωρίσουν είτε να τη ζηλέψουν βρίσκοντάς της ψεγάδι για να πατήσουν πάνω να εκφράσουν τα σαρκοβόρα αισθήματα του ανθρώπινου είδους, πριν αυτά λειανθούν από τις παρεμβάσεις της κοινωνικής σμίλης.
Με τον Γιάννη συνέβη το δεύτερο. Δεν έτρεχε πίσω από μια μπάλα, δεν έδερνε άλλα αγόρια, αλλά ούτε και έμοιαζε με αγόρι. Το σώμα του απέπνεε μια διαφορά που δεν ήταν δυνατόν να τον κατατάξεις ούτε στη μια μεριά της γραμμής ούτε στην άλλη, έμοιαζε εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κουτί, που δεν μπορούσες να τοποθετήσεις με ασφάλεια σε κανένα ράφι μιας και είχες την αίσθηση ότι θα πέσει και θα σπάσει μαζί με τη βεβαιότητα περί αλάθητου της φύσης, όχι με βάση τις δικές της προσταγές, αλλά της κοινωνίας που δομήθηκε πάνω στα κυρίαρχα πρότυπά της: οι πιο πολλοί είναι και πιο φυσιολογικοί. Παράλογο; Άρα λογικό.
Στο δημοτικό τον Γιάννη τα παιδιά τον κοίταζαν με περιέργεια. Ήταν πολύ ντελικάτος για όσα γνώριζαν σχετικά με το τι εστί αγόρι με βάση την εικόνα των λασπωμένων φίλων και του μπαμπά που δεν πηγαίνει ποτέ στο τραπέζι ούτε μια χαρτοπετσέτα. Δεν ήξεραν τι, αλλά ήταν σίγουροι, ο Γιάννης κάτι είχε, σαν αρρώστια το όνομα της οποίας δεν γνώριζαν μιας και δεν είχαν ακούσει ποτέ κάτι για εμβόλιο εναντίον της. Είχαν όμως κρυφακούσει τη μαμά να τον λέει στη φίλη της σερνικοθήλυκο και να γελάει με ένα γελάκι του τύπου “ευτυχώς που τα δικά μας δεν έχουν πρόβλημα”, με μια κρυμμένη αίσθηση υπεροχής σε αυτό τον κόσμο που τίμησε τον σπόρο της με …υγεία, έστω και αν ο μικρός της ήταν κρεμασμένος στα κάγκελα να λέει τον Γιάννη αδελφή και να αισθάνεται δι΄ αυτού νορμάλ.
Στο γυμνάσιο τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο περιπεπλεγμένα. Ο Γιάννης ήταν ένα κορίτσι στριμωγμένο σε ρούχα αντρικά που τον φορούσαν και δεν τα φόραγε. Ήξερε περισσότερα πράγματα για το μακιγιάζ παρά για την μπάλα. Έκανε παρέα με τα κορίτσια γιατί είχε διαλέξει γραμμή για την πρωινή αναφορά. Ο κρεμασμένος από τα κάγκελα υγιής …τύπος του δημοτικού, τον φώναζε Γιάννα μαζί με μια κομπανία ομοίων του, ενώ στο σπίτι είχαν σκεπάσει τους καθρέφτες σε ένδειξη πένθους για το παιδί που τους είπε ότι νιώθει κορίτσι και σαν να μην έφτανε αυτό, του είχαν διαμηνύσει ότι αυτοί ρεζίλι δεν θα γίνουν στην κοινωνία, να συνέλθει γιατί θα τον πετάξουν έξω από το σπίτι.
Στα 16 του ο Γιάννης, πνιγμένος από τον εμπαιγμό, την καταπίεση και την ίδια του τη φύση που απαιτούσε σεβασμό, έκανε την επανάστασή του. Εμφανίστηκε στο σχολείο φορώντας τα ρούχα που ήθελε, επέβαλε την εικόνα του σε όλους, ρίχνοντας το γάντι. Τα παιδιά έκαναν πανηγύρι, οι καθηγητές τον απέβαλαν και το μεσημέρι βρήκε την πορτα του σπιτιού του κλειδωμένη. Έτσι παραμένει μέχρι σήμερα. Η οικογένεια δεν ξεφτιλίστηκε. Διέσωσε την τιμή της διώχνοντάς τον από το σπίτι. Προφανώς η μέθοδος ακολουθήθηκε προς συνετισμό αλλά δεν είχε απόδοση.
Ο Γιάννης, ο καλύτερος μαθητής της τάξης, έφυγε από την Πάτρα και παράτησε το σχολείο. Δούλεψε στην Αθήνα, χωρίς ελπίδες για σοβαρή δουλειά λόγω της εμφάνισής του. Για να κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου, έκανε έως και πιάτσα στη Συγγρού.
Τελικά έγινε αυτό που ένιωθε. Γυναίκα. Αλλά στη διαδρομή είχε χάσει το μισό του εαυτό.
Ακούγοντας λοιπόν τις κορώνες για το νομοσχέδιο και βλέποντας πολλούς να ωρύονται κηρύσσοντας ιερό πόλεμο, σκέφτομαι, πώς ναι, άν γύριζα το χρόνο πίσω θα έδινα στον Γιάννη την αξιοπρέπειά του. Από τα 15. Και μαζί με αυτή και το πτυχίο που του άξιζε.