Το 40% του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών «ρούφηξε» η κρίση χρέους μεταξύ 2010-2014, σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΤ, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και για το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών στην ΕΕ αλλά και τις σημαντικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, τα στοιχεία της ΕΚΤ έδειξαν ότι ο μέσος πλούτος των νοικοκυριών έπεσε από τα 108.700 ευρώ το 2009 στα 65.100 ευρώ το 2014, ενώ το μέσο εισόδημα για τα νοικοκυριά διολίσθησε το ίδιο διάστημα από τα 23.500 ευρώ στα 17.600 ευρώ.
Ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία της ΕΚΤ για τις μεταβολές στις πηγές εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών από το 2009 έως το 2014. Συγκεκριμένα, το 2009 το 54% είχε εισόδημα από μισθωτή εργασία, το 8,4% από ενοίκια και το 8,1% από χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Το 2014, το 46,9% είχε εισόδημα από μισθωτή εργασία, το 5,9% από ενοίκια και το 7,3% από χρηματοοικονομικές επενδύσεις
Η συσσωρευμένη ασφυξία των ελληνικών νοικοκυριών έχει έναν ακόμη αρνητικό αντίκτυπο για την οικονομία μας που αφορά τις ιδιαίτερα περιορισμένες αποταμιευτικές δυνατότητες τους, αλλά και την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά..
Σύμφωνα με τα στοιχεία οικονομικής συγκυρίας του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) τα νοικοκυριά που τα βγάζουν πέρα οικονομικά και έχουν δυνατότητα για αποταμίευση το 2017 κινούνται σε ιστορικό χαμηλό που δεν ξεπερνά το 5%(από 7%πέρυσι)ενώ αντίθετα το 95% δηλώνει ότι τα βγάζει πέρα μετά βίας χωρίς να έχει δυνατότητα μιας ελάχιστης έστω αποταμίευσης. Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και στον τομέα της κατανάλωσης όπου δεν υπάρχει καμιά πρόθεση φέτος για αύξησή της καθώς το 73% των νοικοκυριών (από 70% πέρυσι) επιβιώνει μόνο με τα αναγκαία και μάλιστα ένα ποσοστό 17% των νοικοκυριών αναφέρει ότι αντλεί χρήματα από τις αποταμιεύσεις του για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του καταναλωτικές ανάγκες. Σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ οι καταναλωτές που προτίθενται τους επόμενους μήνες να κάνουν σημαντικές αγορές(αγορές ηλεκτρονικών η ηλεκτρικών ειδών, οικιακός εξοπλισμός κλπ) είναι 10% λιγότεροι από τον προηγούμενο μήνα, ενώ το 25%(από 34%)από αυτούς δηλώνει ότι οι ετήσιες δαπάνες τους δεν πρόκειται να μεταβληθούν σημαντικά.
Κατόπιν αυτών των άκρως απογοητευτικών στοιχείων, είναι ευνόητο ότι πρέπει να αλλάξουν πράγματα μέσα από στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και πολιτικές ανάπτυξης.
Τα ελληνικά νοικοκυριά δεν μπορούν να σηκώσουν περισσότερο φορολογικό βάρος ούτε περαιτέρω περικοπές στα περιορισμένα έσοδά τους.
Είναι πλέον η στιγμή για εκπόνηση και υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, που θα δίνει πραγματική ελπίδα και όραμα στην συμπιεσμένη κοινωνία μας.